Το στριφτό τσιγάρο που είναι πολύ χοντρό. Συνήθως και ο υπερμεγέθης μπάφος.
Τι μπουρί είναι αυτό που έστριψες; Να δω πώς θα το καπνίσεις.
Το στριφτό τσιγάρο που είναι πολύ χοντρό. Συνήθως και ο υπερμεγέθης μπάφος.
Τι μπουρί είναι αυτό που έστριψες; Να δω πώς θα το καπνίσεις.
βλ και καρότο
Got a better definition? Add it!
Ο μεγάλος σωλήνας. Xρησιμοποιείται όμως και για τις χοντρές εξατμίσεις που έχουν τα πειραγμένα αυτοκίνητα. Τέτοιες εξατμίσεις βάζουν συνήθως τα σπατάνια, οι κάγκουρες και οι μπουρναζιώτες.
Κοίτα ρε το μπουρί που 'χει βάλει το άτομο στο αμάξι, λες και είναι καμιά φερράρι 5000 κυβικών!
Got a better definition? Add it!
Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.
- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;
Got a better definition? Add it!
Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.
Got a better definition? Add it!
Συμπληρωματικά προς τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, μπουρί λέγεται και μηχάνημα (αυτοκίνητο, μηχανή, πισί) που δεν πάει πόντο, που είναι άχρηστο και υπάρχει για να σπάει αρχίδια.
Πέτα το το μπουρί, μωρέ, ακόμα το 486 παλεύεις;
- Λοιπόν, μάστορα, θέλω να μου το κάνεις το λάντα μου να πετάει, να πατάει ό,τι κινείται. Ξέρεις, φίλτρα, εξατμίσεις, προγράμματα, της παναγιάς τα ράμματα.
- Οκέυ.
- Πότε να περάσω;
- Το απογευματάκι θα τό 'χω έτοιμο.
- Με δουλεύεις;
- Εγώ άρχισα; Άε παρ' το μπουρί σου και φύγε λέμε.
Got a better definition? Add it!
Μπουρί ονομάζουμε επίσης άντρα δυνατό με ευμέγεθες σώμα.
Αν είσαι τόσο νταής όσο μας το παίζεις Νικολάκη, πήγαινε δείρε τον Σόφο που είναι μπουρί!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε πολύ μάγκικο ύφος, το αντρικό όργανο.
(νοσοκόμα στο μαιευτήριο)
- Συγχαρητήρια κύριε Mητσάρα, είναι αγόρι.
(Mητσάρας)
- Εεμ βέβαια, τι άλλο θα έβγαζε ο μητσάρας με το μπουρί του!!
(νοσοκόμα)
Να το ξεκαπνίζετε όμως το μπουρί σας πού και πού γιατί το μωρό βγήκε μαύρο!!
(από το ΑΜΑΝ)
Got a better definition? Add it!