Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».

Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.

Μετά τη μάσα πήγε για τούφες. (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

επίσης κ σε ρημματική μορφή 'τουφάρω' και η έκφραση 'πάω να κοροϊδέψω τους πεθαμένους'

#2
mariahomorfi

κοβω τουφεσ

#3
Vrastaman

Αβέλω τούφες

#4
vikar

Εγώ πάντως το ξέρω όχι για «υπνάκο» αλλα για κανονικό, μή σου πώ για πολύυυυ ύπνο. Τη λέξη την καλύπτει επαρκώς και ο Μπαμπινώ, βήτα έκδοση, άν και τη σύνδεση της τούφας (απο μαλλί ας πούμε) με τον ύπνο δέν την καταλαβαίνω εύκολα.

#5
vikar

Συμπλήρωση. Ο Μπαμπινιώ δίνει κι' άλλη αργκό σημασία απ' το στρατό, «ψέμα», καταγράφει και την έκφραση μάσες, φούμες, τούφες (πάλι απ' το στρατό).

#6
vikar

Λέει ο Χότζας εκεί:> Ρήμα ιταλικό tuffarsi = βουτάω

(εδώ εν. στο κρεβάτι, παλιότερα έλεγαν «έπεσε στα ρούχα και τον πήρε μονορούφι»=τον ύπνο). Μήπως ρ' εσείς έχετε ακούσει κανένας την έκφραση τρώω τούφα με τη σημασία ακριβώς «πέφτω», «τρώω βούτα/σαβούρα», ή πρόκειται για κατασκευασμένη μου ανάμνηση;...

Ο Μπαμπινιώ για ετυμολογία στην τούφα ώς «κουβάρι απο τρίχες» δίνει το λατινικό tūfa (ένα έφ --κι' η παύλα πάν' απ' το ού δέν ξέρω τί ρόλο βαράει, είχαν μακρά και βραχέα οι λατίνοι;...), που ήταν λέει «δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο». Σε ετυμολογικό ιταλικό βλέπω (όσο καταλαβαίνω) οτι το tuffàre ανάγεται σε παλιά γερμανική λέξη, ομόρριζη με το τωρινό taufen, που σημαίνει «βαφτίζω» (που και πάλι, σήμαινε αρχικά «βουτάω (κάτι)», «βυθίζω»).

Παράλειψη ή και σύγχυση του Μπαμπινιώτη λοιπόν;

#7
iron

Λέμε επίσης «έριξα (κάτι) τούφες...». Εδώ σημαίνει τον βαρύ ύπνο.

#8
salina

Μάσες-ξάπλες-τούφες η ατάκα στο 12:00

#9
Μιτζνούρ

Υπάρχει το τούφες, φούμες, ξάπλες, για τους τεμπέλιδες. Αν το φούμες είναι το κάπνισμα, το τούφες είναι ίσως κάτι σχετικό με 'καμιά δόση'

#10
gaidouragathos

Το ψέμμα δεν είναι η μούφα;

#11
gaidouragathos

@βικ, κι εγώ θυμάμαι τούφα= σαβούρα, βούτα