Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».
Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.
Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».
Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.
Got a better definition? Add it!
11 comments
jesus
επίσης κ σε ρημματική μορφή 'τουφάρω' και η έκφραση 'πάω να κοροϊδέψω τους πεθαμένους'
mariahomorfi
κοβω τουφεσ
Vrastaman
Αβέλω τούφες
vikar
Εγώ πάντως το ξέρω όχι για «υπνάκο» αλλα για κανονικό, μή σου πώ για πολύυυυ ύπνο. Τη λέξη την καλύπτει επαρκώς και ο Μπαμπινώ, βήτα έκδοση, άν και τη σύνδεση της τούφας (απο μαλλί ας πούμε) με τον ύπνο δέν την καταλαβαίνω εύκολα.
vikar
Συμπλήρωση. Ο Μπαμπινιώ δίνει κι' άλλη αργκό σημασία απ' το στρατό, «ψέμα», καταγράφει και την έκφραση μάσες, φούμες, τούφες (πάλι απ' το στρατό).
vikar
Λέει ο Χότζας εκεί:> Ρήμα ιταλικό tuffarsi = βουτάω
Ο Μπαμπινιώ για ετυμολογία στην τούφα ώς «κουβάρι απο τρίχες» δίνει το λατινικό tūfa (ένα έφ --κι' η παύλα πάν' απ' το ού δέν ξέρω τί ρόλο βαράει, είχαν μακρά και βραχέα οι λατίνοι;...), που ήταν λέει «δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο». Σε ετυμολογικό ιταλικό βλέπω (όσο καταλαβαίνω) οτι το tuffàre ανάγεται σε παλιά γερμανική λέξη, ομόρριζη με το τωρινό taufen, που σημαίνει «βαφτίζω» (που και πάλι, σήμαινε αρχικά «βουτάω (κάτι)», «βυθίζω»).
Παράλειψη ή και σύγχυση του Μπαμπινιώτη λοιπόν;
iron
Λέμε επίσης «έριξα (κάτι) τούφες...». Εδώ σημαίνει τον βαρύ ύπνο.
salina
Μάσες-ξάπλες-τούφες η ατάκα στο 12:00
Μιτζνούρ
Υπάρχει το τούφες, φούμες, ξάπλες, για τους τεμπέλιδες. Αν το φούμες είναι το κάπνισμα, το τούφες είναι ίσως κάτι σχετικό με 'καμιά δόση'
gaidouragathos
Το ψέμμα δεν είναι η μούφα;
gaidouragathos
@βικ, κι εγώ θυμάμαι τούφα= σαβούρα, βούτα