Ένα χαλασμένο αντικείμενο, ή που έστω μας εκνευρίζει επειδή δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μπορεί να είναι μηχάνημα, ρούχο, εξάρτημα, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να είναι και ένα γαμίδι, ας πούμε.

Άλλα συνώνυμα, αλλά μόνο για συσκευές: καβουρδιστήρι, μπουρί.

  1. από το παράδειγμα του λήμματος πηγαίνω τάπες:
    - Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

  2. - Τι θα φορέσεις απόψε στου Τάσου; Το ΜΜΦ σου, κλασικά;
    - Δεγκζέρω ρε πστ, πάχυνα και δε μου μπαίνει πια το γαμημένο το μπουρδέλο...

Joe Dassin - Billy le Bordelais (από allivegp, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Στα ποδανά, γίνεται ρδέλομπου;

#2
Vrastaman

Ce bordel de...που λενε και οι γαλαίοι!

#3
jesus

προφέρεται z'bordel de machin, μ' αυτό το απολαυστικό z στην αρχή:)

#4
Khan

Στος ο ζεζύ !

#5
Vrastaman

Το ζεζύ αν ήτανε ζιζί θα παίζανε πολλοί

#6
jesus

κι αναρωτιόμουνα μικρός γιατί δε με παίζανε...