Ένα χαλασμένο αντικείμενο, ή που έστω μας εκνευρίζει επειδή δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μπορεί να είναι μηχάνημα, ρούχο, εξάρτημα, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να είναι και ένα γαμίδι, ας πούμε.

Άλλα συνώνυμα, αλλά μόνο για συσκευές: καβουρδιστήρι, μπουρί.

  1. από το παράδειγμα του λήμματος πηγαίνω τάπες:
    - Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

  2. - Τι θα φορέσεις απόψε στου Τάσου; Το ΜΜΦ σου, κλασικά;
    - Δεγκζέρω ρε πστ, πάχυνα και δε μου μπαίνει πια το γαμημένο το μπουρδέλο...

Joe Dassin - Billy le Bordelais (από allivegp, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπίτι πολύ ακατάστατο και βρώμικο. Μπορούμε να το πούμε και για κάποιο χώρο ή για περιοχή.

1.Ρε φίλε κάνε μια φασίνα, συγγνώμη που θα σου το πω, αλλά το δωμάτιό σου είναι μπουρδέλο!

  1. - Τι θα 'λεγες να νοίκιαζες ένα σπίτι στον Ταύρο; Ίσως σου ερχόταν φθηνά.
    - Μπα, με τίποτα. Δε γουστάρω να ζήσω εκεί, η περιοχή είναι πολύ μπουρδέλο.

(από Khan, 26/01/14)

Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που υπολειτουργεί, δεν έχει οργάνωση, και έχει γενικά τα χάλια του. Συνήθως το λέμε για τις (Ελληνικές) δημόσιες υπηρεσίες.

- Σταύρο εσύ θα στείλεις το παιδί σου σε φροντιστήριο;
- Εμ γίνεται κι αλλιώς; Αφού ξέρεις ότι η παιδεία στην Ελλάδα είναι μπουρδέλο... πού να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτό.

(από joe909, 01/08/11)

Βλ. και σχετικό λήμμα τριμπούρδελο. Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατημέλητος στρατιώτης.

Λοιπόν κοιτάξτε να καθαρίσετε τις αρβύλες σας, το λουκάνικο, και τα χιτώνια. Μην εμφανιστείτε μπουρδέλο στην αναφορά γιατί θα πέσουν καμπάνες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά, μια αθλητική ομάδα(συνήθως ποδοσφαιρική) μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο όταν συμβαίνει ένα ή και περισσότερα απο τα παρακάτω.

  • Δεν υπάρχει πειθαρχία στην ομάδα.

  • Όταν νικάνε χαίρονται και αγκαλιές φιλιά και όταν στραβώνει το ματς, στραβώνει και το κλίμα.

  • Οι παίκτες τσακώνονται αναμεταξύ τους αψηφώντας τις οδηγίες του Προέδρου ή/και του τσάτσου αντικαταστάτη του.

  • Αποχωρούν από τον αγωνιστικό χώρο κατα την διάρκεια του αγώνα, επειδή μπορεί να διαπληκτίζονται με τον προαναφερθεντα βρώμικο αθλητικό παράγοντα

  • Κυνηγάνε με το τουφέκι για να μην εγκαταλείψει και άλλος από την ομάδα τους το ματς και μείνουν 3 και ο κουκος και μηδενιστούν.

  • Ο αρχιερέας της διαπλοκης προπονητής τους δηλώνει στα τοπικά μέσα ότι συγκεκριμένοι πάιχτες δεν θα αγωνιστούν για λόγους ξεκούρασης και γελάνε μέχρι και τα καουτσουκ του γηπεδου, καθώς όλοι ξέρουν ότι δεν κατεβαίνουν επειδή τρώνε παντόφλα.

Ομάδα μοντέλο την έκανες μπουρδέλο

Έλα μωρε με τα μπουρδέλα κάθε εβδομαδα τα ίδια κάνουνε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified