Ψευδοϊσπανοειδές συνώνυμο του στόκου, ήτοι του εντελώς-παντελώς ηλιθίου, του εγκεφαλικώς νεκρού.
Ετυμ.: στόκος (ελληνοποιημένη λέξη) + -αδόρ (-ador, ισπανική κατάληξη ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) +ελ (el=άρθρο) !!!!
σ.σ.: ελ στοκάρε: ψευδοϊταλοειδής παραλλαγή της ως άνω λέξεως!!!
- - Τήρα να ιδείς τι έκαμε ο ελ στοκάρε!!
- Τι ψάχνεις να βρεις, αφού το άτομο είναι ελ στοκαδόρ!
- Άμα είσαι ελ στοκαδόρ, τι να τα κάνεις τα λεφτά!!!
- Φάε έναν ελ στοκάρε!!!
0 comments