πόπολο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. popolo = λαός] ο λαός ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος προσώπων, ο πολύς λαός.

http://el.wiktionary.org/wiki/πόπολο

Παραδειγμα:
«Μετά την ενοποίηση των σχολών, σκάει της κακομοίρας το πόπολο στις αίθουσες και παρακολουθούμε όρθιοι σαν μ@λ@κ#$, μέχρι και καρέκλες πτυσσόμενες φέρνουνε από το σπίτι, καρφίτσα δεν πέφτει σε λέω!»

Παράδειγμα 2:
«Όποια κυβέρνηση και να ανέβει την εξουσία, το πόπολο θα παραμείναι πάντα πόπολο, ευκολόπιστο, εύπλαστο ζυμάρι στις βουλές του κάθε λαοπλάνου ηγέτη που ξέρει πως να το κουμαντάρει»

Παράδειγμα 3:
Πως να κοροϊδεύετε το πόπολο - Satisfaction Guaranteed. «Σοσιαλιστικές» συνταγές κοινωνικής ειρήνης. (Ελευθεροτυπία: http://bit.ly/cB7GAz )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός του παππού-Ποπάυ, μπάρμπας-υπερήρωας, εξόχως μπρατσαράς αλλά χωρίς να του πολυφαίνεται (δηλαδή όχι και γράμμωση για μίστερ ολύμπια!), κρυφίως επικίνδυνος, άνω των 60-70, φέρων εξωτερική απατηλή εμφάνιση μπαρμπα-Μπρίλιου (σαν τον παππού του Ποπάυ ενα πράμα), ύψος τάπας (ενάμισι μέτρο το πολύ), αλλά με λίαν ασυνήθεις υπερδυνάμεις (λυγίζει σίδερα, κουβαλάει τα κέρατά του τα τράγια στους ώμους, όπως 200 κιλά ξύλα, 3 σακιά λευκό τσιμέντο, 60 κεραμίδια και 10 τσιμεντολίθια μαζί για να φτιάξει σε μισή ωρίτσα ένα αυθαίρετο από το πουθενά, κλπ)!

Συνήθως πρόκειται για παλαιό στρατιωτικό / ειδικοδυναμίτη / οϋκά (συνήθης περίπτωση) ή για παλαιό αρσιβαρίστα, ή τέλος για εργαζόμενο σε βαρέα / ανθυγιεινά (λχ μπετά, οικοδομή, ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη κλπ). Ενίοτε συχνάζει στον Άγιο Κοσμά Αττικής όπου σηκώνει βάρη αφήνοντας όλους τους άλλους μαλάκες, και συχνά καθοδηγεί τους νέοπες ειδικοδυναμίτες / οϋκάδες στην γυμναστική! Το λέει η «καρδιά» του.

Βεβαίως δεν το λέει η πραγματική καρδιά του, διότι είναι πάντοτε με πίεση 34 η μεγάλη - 13 η μικρή, πίνει τον άμπακο (μαλάκες μου τον άμπακο λέμε, όλη την ημέρα με σταθερό ρυθμό, ρακές, καψούλια τσικουδιάς, τέτοια ελαφρά ποτάκια!!!!), καθιστάμενος βεβαίως ευδιάκριτος, διότι φέρει μόνιμη χρώση δέρματος μωβ-λιλά από την υπέρταση, και συνήθως σκάει σαν μανόμετρο από την υπέρταση και πάει «άκλαυτος»
α) σε κομματικό καυγά με γείτονες,
β) στο καφενείο σε κομματική συζήτηση (κλασική περίπτωση βλάβης!),
γ) το Πάσχα καταβροχθίζοντας μισό αρνί και καπάκι ένα ταψί μπακλαβαδάκια / τουλούμπες / εκλεράκια (μεσούσης οικογενειακής κομματικής συζητήσεως),
δ) πέφτοντας από δέντρο / κολώνα ΔΕΗ-ΟΤΕ / κεραμοσκεπή / ταράτσα / κεραία σε ταράτσα κλπ ύψη, ενώ κατεβαίνει να γαμοσταυρίσει τον γαμπρό / αδελφό / γιο του ως συνέχεια εξ αποστάσεως κομματικής συζητήσεως,
ε) σηκώνοντας πολλά (μα πάρα πολλά) βάρη στο γυμναστήριο, ενώ έχει πιάσει (τι άλλο!) κομματική συζήτηση!
Ενίοτε τον χτυπάει κεραυνός (και επιβιώνει).

- Μαλάκα, ήμουνα στο γυμναστήριο τις προάλλες, και μπήκε ένας παππούκας, κρυφογελάγαμε όλοι, ο γυμναστής τον έβαλε να αρχίσει ψιλοπερπατηματάκι για ζέσταμα, ξέρεις, χεσμένος και αυτός μην του μείνει μες στο γυμναστήριο, αλλα όταν το θεριό άρχισε να σηκώνει 210 κιλά πάγκο, έμεινε όλο το γυμναστήριο κάγκελο!! Τον πούστη, τι αναβόλες βαράει;;
- Μπαρμπα-Κόναν, δηλαδή!!
- Γάμησέ τα, μέχρι και γκόμενες του την έπεσαν του γέρου!!!

Ο μεθύστακας παππούς του Ποπάϋ!  (από ΑΟΥΓΚΑ, 11/07/12)Στερεοσκοπικα αμα αλλοιθωρίσετε (από ΑΟΥΓΚΑ, 24/07/12)Μπαρμπα-Κόναν (από ΑΟΥΓΚΑ, 24/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μονίμως τσαντίλας γκρινιαρόγερος - σκατόγερος, το στριμμένο γέρικο άντερο.

Γκρινιάζει ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ (ΜΑ ΟΜΩΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΛΕΜΕ)!!! Άμα ήταν στρουμφάκι, θα ήταν ο προπάππους του «Γκρινιάρη»! Όλη μέρα μουρμουρίζει και βρίζει μέσα του κι απόξω του! Του τη βιδώνει ακόμη και ο εαυτός του! Εκνευρίζει ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ! Με ένα του σχόλιο προκαλεί βιβλικούς καυγάδες! Πραγματικός μπαρμπα-διχόνοιας!

Άμα είσαι καφετζής και έχεις τέτοιον θαμώνα, τη γάμησες... Καρεκλιές θα παίζουν κάθε βράδυ οι μπαμπόγεροι (άμα καταφέρουν βέβαια να σηκώσουν τις πλαστικές λευκές γυφτοκαρέκλες, γιατί για ξύλινες μόνο κανένας μπαρμπα-Κόναν...).

  1. Γεροξούρας από μπαλκόνι, 6μιση απόγευμα: -«Ασταδγιάλα ρε παλιόπαιδα, φύγετε απ' εδώ με τα μοτοποδήλατα σας, βρουμ και βρουμ μας ξυπνατε μεσημεριάτικα, θα φουνάξω τη χωροφυλακή να σας πάνε μέσα! Χωροφύλαξ! Εε, χωροφύλαξ, εδω γλήγορα!» (ώρα 6.30 το απόγευμα)
    Απάντηση: -«Απάγαινερεγεροξούρα»

  2. Γεροξούρας μονολογώντας σε καφενειακή πολιτική συζήτηση: -«Δεν φταίει ο ΓΑΠ, η Δεξιά τα 'καμε όλα σκατά, το ΠΑΣΟΚ απλώς παρέλαβε χάος, η δεξιά φταίει, η ιστορία επαναλαμβάνεται, το ΠΑΣΟΚ θα μας σώσει, μας έσωσε ήδη, καλά κάνουν με τα νέα μέτρα, εσείς φταίτε όλοι που ψηφίζατε δεξιά...».
    Υπόλοιποι θαμώνες: -Χριστοί, Παναγίες και λοιπές «προσευχούλες», εν μέσω πλαστικοκαρεκλιών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= «Μάλιστα κύριε υποδιοικητά!!», ήτοι η απάντηση-στερεότυπο του έλληνα φαντάρου σε οποιαδήποτε παπαριά ο υποδιοικητής του στρδου / μονάδος / κέντρου απευθύνει / πει στον αέρα / ανακοινώσει / διατάξει!!!!

Άρα: το αυτό με το μαστακιιειικιτά, αλλά αντί για δίκα αφορά υπόδικα!

- Σκατόψαρα, ο δκτης του στρδου διέταξε σήμερα να αλλάξετε σώβρακα!
- Μαστακυπδικτά!
- Σκασμοϊιιιις! Και ειδικότερα: Εσύ μ' αυτόν, εσύ μ' εκείνον, αυτός με τον άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερές με σχετικά λήμματα όπως «τσιμπούκια ο τίγρης» κλπ.

Κυρίως αφορά:

  1. Γλαφυρή περιγραφή δύσκολων καταστάσεων που πρέπει να υποστεί κάποιος, από τις οποίες δεν μπορεί επουδενί να ξεφύγει!!

  2. Γλαφυρή περιγραφή τραβεστί, η ψευδογυναικεία εμφάνιση της οποίας (μερικώς αποτυγχάνουσα να ξεγελάσει ακόμη και τον πιο αδαή-μύωπα) παραπέμπει στον περιπτερά της γειτονιάς / στον αγαπημένο ποδοσφαιριστή της εποχής, με το αντίστοιχο όνομα «Ντάνης»!

  3. Υποπερίπτωση-παραλλαγή της περιπτώσεως υπό (2) αποτελεί η κατάστασις κατά την οποία ο μύωψ πελάτης, ων επί το έργο, ρωτά το τραβέλιον «Το ονοματάκι σου δεσποινίς;» και η δίδα ανταπαντεί με περισσή χάρη «Ντάνης!».

  1. Δίκας σε Στρδο, ντάλα μεσημέρι κατακαλόκαιρο 70 βαθμοί: Σήμερα το πρόγραμμα έχει αποψίλωση!!
    Φαντάροι προς Δίκα: Μαστακιιειικιτά!
    Φαντάροι μονολογούντες βυζοτραβώμενοι: Τσιμπούκια ο Ντάνης, δεν ξέρεις τι χάνεις!

  2. Ρε φίλε, τι κινούμενη τσόντα είν' τούτη, σα τραβέλι μοιάζει αυτή!! Πολύ άσχημη, ρε, τσιμπούκια ο Ντάνης, δεν ξέρεις τι χάνεις!! Π'ασταδγιαλαποκειπέρα, μου χάλασε τη μέρα που την είδα, το παίζει και γκόμενα!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 26/07/10)(από ΑΟΥΓΚΑ, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας! Παραλλαγή: ουγκαγκαμπούμπιμπης.

Ετυμ.: από παλαιό χαρρυκλύνικο τραγουδάκι που σιγοτραγουδήσαμε την δεκαετία του 80: «Ουγκαγκα-μπούμ μπι-μπι, γκαμπα-γκούμ μπιρι-μπι γκαγκα, αού μπι-μπι, αού μπι-μπι, γκαμπα-λάγκα μπουμ-γκαμπα»

  1. Είσαι τελείως (ου)γκαγκαμπούμπιμπης;;

  2. Τι (ου)γκαγκαμπούμπιμπης ηλεκτρολόγος είν' αυτός, ρε, αντί για φάση-ουδέτερο-γείωση μου έβαλε στην ίδια πρίζα τρεις φάσεις, έσκασε το λαμπατέρ μόλις τό' βαλα στην πρίζα!!!

(από vikar, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα!

Γλείψ' την μπατανόβουρτσα!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)Τουτσι... Πότε Βούδας, πότε Κούδας...  (από GATZMAN, 26/07/10)

Δες και μπαντανάς, μπατανόπιασμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραλλαγή του ζμπούτσαμ.

  2. Ανύπαρκτο θρασοχεβιμέταλ συγκρότημα!!

  1. - Ρε, το μηχανάκι βγάζει καπνό, ρε!
    - Ζμπότσομ, ρεεε, δεν είναι δικό μου!

  2. - Εσύ, ρε μέταλλο, τι μουσική ακούς; - Τα πρωινά, Maiden, μεσημέρι Sodom, αλλά το βραδάκι με την γκόμενα μόνο ζμπότσομ!! Φανατικά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται στουρτσ-κάμπφ-φλουγκ-τσοϊγκ)

  1. Τεταραγμένη πτήση-εφιάλτης, από τις αναταράξεις της οποίας ο ατυχής επιβάτης γλιτώνει κατ'ελάχιστον με κατάγματα η/και εγκαύματα (από καυτούς καφέδες που εισέπραξε στην μούρη) ή/και μεγάλο ψυχολογικό τραμπάκουλο εξαιτίας του οποίου (τραμπάκουλου) κάμει τον σταυρόν του 33.333 φορές και ορκίζεται εις πάντες τους αγίους ποτέ μα ποτέ-ποτέ-ποτέ να μην ξαναματαπατήσει 30 χλμ. κοντα σε αεροπλάνο.

  2. Αεροπλάνο (συνηθέστατα παλαιάς σοβιετικής κοπής) που προσφέρει τις ως άνω περιγραφείσες συγκινήσεις!!!!

(Ετυμολογία: Sturzkampfflugzeug, γερμ., κατ'ακριβή μετάφραση: Αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως, με κατ'εξοχήν παράδειγμα τα ναζιστικής κατασκευής Στούκας!!!)

  1. - Πήγα Μόσχα με Αεροφλότ και η πτήση μου βγήκε στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ!! Οι μισοί επιβάτες χέστηκαν απάνω τους!!!

  2. -Φίλε, μπήκα στο αεροπλανάκι από Ρόδο-Καστελόριζο με μποφόρια, πολύ στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ αυτά τα Ντορνιέ άμα φυσάει!!!!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified