Άτομο που ό,τι σχετίζεται μ' αυτό είναι υπερβολικά κιτς.
Παράγωγα: καρακιτσάτος/-η/-ο, καρακιτσαριό
— Φιλαράκι, αγόρασα ένα πουκαμισάκι πολύ άψογο, σου λέω. Το ένα μανίκι λαχούρι, το άλλο εφημερίδα, και τα κουμπιά προσομοίωση μπάλας ποδοσφαίρου. Γαμάτο σου λέω!
— Πού πας ρε καρακίτσο;
6 comments
ο αυτοκτονημενος
το καρά αναφέρεται στο μαύρο πχ Καραγιάννης καραμήτρος
κλπ
Αλάριχος Τεκέλογλου
Ναι, είναι από το τουρκικό kara, αλλά στα Ελληνικά επιτείνει την έννοια μιας λέξης.
Khan
Ακόμη πιο kitsch είναι, φαντάζομαι, του Καρακίτσου η μάνα (κάθονταν)
vikar
Ωραίος.
Δέν θά 'λεγα πάντως οτι ο καρακιτσάτος είναι παράγωγο του καρακίτσος. Το πρώτο προέρχεται απ' το καρά- + κιτσάτος (και όχι δηλαδή απο το καρακίτσος + -άτος), ενώ το δεύτερο είναι λογοπαίγνιο με το υπαρκτό επίθετο Καρακίτσος, με μιά πινελιά απ' τη συνηθισμένη παραγωγή αυτού του τύπου.
vikar
Ομοίως για το καρακιτσαριό.
perkins
λέγεται και Καρακίτσος σεκιούριτι ..κανονικότατα.