Άτομο που ό,τι σχετίζεται μ' αυτό είναι υπερβολικά κιτς.

Παράγωγα: καρακιτσάτος/-η/-ο, καρακιτσαριό

— Φιλαράκι, αγόρασα ένα πουκαμισάκι πολύ άψογο, σου λέω. Το ένα μανίκι λαχούρι, το άλλο εφημερίδα, και τα κουμπιά προσομοίωση μπάλας ποδοσφαίρου. Γαμάτο σου λέω!
Πού πας ρε καρακίτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

το καρά αναφέρεται στο μαύρο πχ Καραγιάννης καραμήτρος
κλπ

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Ναι, είναι από το τουρκικό kara, αλλά στα Ελληνικά επιτείνει την έννοια μιας λέξης.

#3
Khan

Ακόμη πιο kitsch είναι, φαντάζομαι, του Καρακίτσου η μάνα (κάθονταν)

#4
vikar

Ωραίος.

Δέν θά 'λεγα πάντως οτι ο καρακιτσάτος είναι παράγωγο του καρακίτσος. Το πρώτο προέρχεται απ' το καρά- + κιτσάτος (και όχι δηλαδή απο το καρακίτσος + -άτος), ενώ το δεύτερο είναι λογοπαίγνιο με το υπαρκτό επίθετο Καρακίτσος, με μιά πινελιά απ' τη συνηθισμένη παραγωγή αυτού του τύπου.

#5
vikar

Ομοίως για το καρακιτσαριό.

#6
perkins

λέγεται και Καρακίτσος σεκιούριτι ..κανονικότατα.