Ο Καρατζαφέρης, σημασιολογικώς αποκαλούμενος. Είναι αδιάψευστο γεγονός ότι το όνομα του ακραιφνούς Έλληνος πολιτικού μας προέρχεται από το kara = μαύρος, και cafer (αραβ. gafar) = μουσουλμάνος της αίρεσης των «τζαφέρηδων». Έτσι, πολλοί σλανγκίζοντες και πολλές σλανγκίζουσες τον αποκαλούν «Μαύρο Τζαφέρη». Το kara- εδώ είναι μάλλον επιτατικό, αλλά δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε χροιά δέρματος...

Παραλλαγή: Μαυροτζαφέρης

  1. Από εδώ: «Όλα très banal… Κοντεύουμε να γίνουμε ανεπίστρεπτα χώρα βλαχογκλάμουρων. Χριστοφοράκος, Κυριάκος, πάλι Μητσοτάκης, Μαύρος Τζαφέρης, Λαζόπουλος, δικαστήρια, εισαγγελείς, μόνο στρατοδικεία λείπουν…»

  2. Από εδώ: «Με δυο λόγια τους λέει ο Μαυροτζαφέρης… θέλετε να συνεχίσετε να τρώτε από το μέλι; Δώστε σε εμάς το βάζο· Με την ευκαιρία ας επιβάλλουμε τις απόψεις μας·»

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.

- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το γαλακτομπούρικο (ή -μπούρεκο) και το μπούτι. Έτσι αποκαλείται κοπελιά με πολύ άσπρα μπούτια (και γενικά ξασπρισμένη), τόσο που να θυμίζουν την ασπρίλα του γάλα(κ)τος.

Συχνό χαρακτηριστικό σε γκομενάκια από ΗΒ / Ιρλανδία / Γαλλία, το οποίο όχι μόνο δε με χαλάει, αλλά με τέρπει όσο ένα... ταψί γαλακτομπούρικο (είμαι λίγο χοντρούλικο, το ατιμούτσικο). Συνοδεύεται συχνά από φακίδες και από πολύ λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Αν φοράει δε και γυαλιά... βαστάτε με!

Έκφραση που συνοδεύει την ανεύρεση τέτοιας γκομενός: «Γαλατάς ήταν ο πατέρας σου;»

- Λοιπόν, δε μου 'πες. Σ' άρεσε η Bridget;
- Αν μ' άρεσε λέει... Κωλόφαρδε, πάλι γαμώ τα μουνάκια πηδάς!

Αγνό γαλατάκι! (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Οι Τρεις γαλακτομπούτικες Χάριτες, το αισθητικό ιδεώδες του αλμπινιστή και τοφαλολάγνου Rubens.  (από Khan, 31/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει απαξία προς το πρόσωπο του συνομιλητή, καθώς τον παροτρύνει να πάει να πιει ένα ρόφημα που θεωρείται ότι πίνουν οι γέροι, οι ασθενείς ή και τα δύο. Υπονοεί ότι ο συνομιλητής δεν δικαιούται / δεν ημπορεί να συμμετέχει σε μια σοβαρή συζήτηση ή σε μια σοβαρή δραστηριότητα.

Βεβαίως, αυτή η έκφραση δεν είναι καθόλου πολίτικαλυ κορρέκτ για το θαυμάσιο φυτό του γένους Tilia, το οποίο μας χαρίζει το -kateme υπέροχο- ρόφημα «τίλιο». Οι τιλιοπαραγωγοί, επίσης, έχουν επανειλημμένα εκφράσει τις διαμαρτυρίες τους για τη χρήση αυτής της έκφρασης.

Παραλλαγές: Άντε ρούφα το τίλιο σου, Πάενε πιε κανα τίλιο κ.ά.

  1. Από το λήμμα μέταλ του μπιμπερό: «Δεν πάνε να πιούνε κανένα τίλιο οι μαλάκες, αφού δεν τραβάνε πια να πούμε...»

  2. - Μαλάκες, θα γίνουμε πάλι λιάρδα απόψε;
    - Εμείς μπορεί... Εσύ τράβα να πιεις κανα τίλιο, καλύτερα!

Φύλλα και καρποί του δέντρου Tilia cordata (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ασανσέρ, στη νηπιακή σλανγκ, εκ της συντομογραφίας «κατ/νος» («κατειλημμένος»).

Είναι τρισάθλιο, αλλά είμαι σίγουρος ότι πολλοί «εκεί έξω» (τι αμερικλανιά, αλήθεια!) θα έχουν χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο.

  1. - Όταν ήμουν πολύ μικρός, έβλεπα το »κατ/νος« στο ασανσέρ και πάντα αναρωτιόμουν ποιός άθλιος λέγεται «Κατίνος» ... :lol: :lol: :lol: :lol:
    - Η σαπίλα πάει σύγνεφο (προσοχή στο -γν- :p ) από μικρή ηλικία. :oops:
    - Κλασσικα, αυτο ελεγα και εγω, αν και ηξερα οτι δεν λεει κατινος :rolleyes: (εδώ)

  2. Μαμά, πάτα το κουμπάκι να έρθει ο Κατίνος!

Κατίνος σε κάθε περίπτωση. Προσωπική φαβορίτα το δείπνο με τα κεριά. (από Galadriel, 02/06/10)

βλ. και ΣΧΗΣ, Κώνος, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο έμπορος και καλά επώνυμων προϊόντων, στον οποίο καταφεύγουν κοριτσάκια, μιλφ, πουτάνες και μπούστηδες (ποτέ όμως τα αληθινά αρσενικά! Επ' ουδενί!) σε περιόδους κρίσης, για να προμηθευτούν τα ζωτικά αγαθά / είδη πρώτης ανάγκης που λέγονται «Λουί Βυϊτόν», «Μπέρμπερρυς», «Τζώρτζιο Αρμάνι» κ.τ.λ. Διαφέρει από τον πλανόδιο πωλητή μαϊμούδων, ο οποίος πουλάει συνήθως «Λουίζ Βρυτόν», «Μπαρμπέρρυς», «Τζώρτζιο Αρμένι» κ.τ.λ. Ο μαϊμουδάς πουλάει μόνο αληθοφανές πράμα (ώρες-ώρες μπορεί να είναι και αληθινό, που έφτασε στα χέρια του κλεμμένο από τους εργάτες που δουλεύουν στη γραμμή παραγωγής στην Κίνα / Ινδία για να μεταπωληθεί).

  2. Άνδρας με φάτσα μαϊμούς. Συνήθως είναι άνω των εβδομήντα, κοντός με μακριά χέρια, πλατύ πρόσωπο, μαλλί πλούσιο χτενισμένο προς τα πίσω που πετάει κάπως σαν καρφάκι πάνω από το μέτωπο, ευρύ στόμα, τεράστιο και πλατύ κάτω χείλος, και μάτι που γυαλίζει κάπως.

  1. Από εδώ: http://houlk.wordpress.com/2008/11/02/epaggelmata/

«Νο 2 : Ο μαϊμουδάς
Όπως η μόδα επιτάσσει πιπ τοου (βλ αμέσως παραπάνω) ομοίως επιτάσσει και Λουί Βουιτόν, Μπέρμπερις, (Άσχετο: γιατί κάνω πάντα ένα συνειρμό με πρόβατο όποτε ακούω αυτή τη λέξη;) Ντόνα Κάραν, Γκούτσι, Βερσάτζε… τέλος πάντων, με εννοήσατε τι εννοώ για να μη μακρηγορώ. [...] Kαι όσο η κρίση στην οικονομία θα διαρκεί τόσο τα βαποράκια των επωνύμων θα πληθαίνουν και θα ευημερούν. Και οι βαρόνοι της μαϊμούς, θα κάνουν χρυσές δουλειές.»

  1. - Πώς έγινε έτσι ρε παππού; Σα μαϊμουδάς έγινεεες!
    - Ε, περάσανε τα χρόνια, παιδάκι μου.

Οταν καιγεται η πίτα λεγε με Μπούρμπερυ. (από perkins, 26/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης και –για τα δεδομένα της εποχής κατά την οποία πλάστηκε και λαμβανομένης υπόψη της λέξη «χέσιμο»– σλανγκ έκφραση του αρκαδικού ιδιώματος που λέγεται όταν κάποιος απολαύσει κάτι πολύ στην αρχή, αλλά στο τέλος του βγει ξινό.

Όπως όταν κραιπαλιάζεσαι στη μάσα, το 'φχαριστιέσαι, και μετά σε πιάνει μια μπουργάνα άνευ προηγουμένου.

— Τα 'μαθες; Ο Ροβέρτος έφαγε τρελή χυλόπιτα από τη γκόμενά του. Τον έπιασε στα πράσα με άλλη. Και ήταν 5 χρόνια μαζί...
— Εμ; Την κεράτωνε συνέχεια, ο σαρδανάπαλος και το 'παιζε άνετος. Κάποια στιγμή θα το πλήρωνε. Γλυκοφάγωμα, πικροχέσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified