Η πλαστική, καφέ, φθηνή σαγιονάρα που συνηθιζόταν ιδίως στα σέβεντις ('70s) του 20ού αιώνα. Το σχέδιό της ήταν απλό, με δύο σταυρωτά τμήματα πάνω από τον κουτουπιέ. Ο όρος ίσως προέρχεται από κάποια παλιά μάρκα (;)

Έβγαλε τη μαστρομπάκα και με κυνήγησε άγρια, ο καρατζόβας!

παντούφλα (από alamo, 12/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Αλάριχος Τεκέλογλου

Αυτή ακριβώς εννοώ!

#2
dimitriosl

Αλλιώς «Οικοδομική». Λόγω του ότι τις φοράγανε τα μαστόρια στις οικοδομές παλιά.

#3
Αλάριχος Τεκέλογλου

Ρε συ, λες το «μαστρομπάκα» να έχει να κάνει με τα «μαστόρια»; Δεν το είχα σκεφτεί.