Η πλαστική, καφέ, φθηνή σαγιονάρα που συνηθιζόταν ιδίως στα σέβεντις ('70s) του 20ού αιώνα. Το σχέδιό της ήταν απλό, με δύο σταυρωτά τμήματα πάνω από τον κουτουπιέ. Ο όρος ίσως προέρχεται από κάποια παλιά μάρκα (;)

Έβγαλε τη μαστρομπάκα και με κυνήγησε άγρια, ο καρατζόβας!

παντούφλα (από alamo, 12/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified