Αλλάζω επίπεδο, γίνομαι καλύτερος.
Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε φάση που παρατηρείται βελτίωση-πρόοδος.

  1. — Έλα το βράδυ ρε να σε παίξω ένα pro.
    — Αφού όλο χάνεις!
    Μεγάλε, προπονήθηκα από τότε. Έχω ανέβει τσάκρα.

  2. — Πώς έγινε έτσι το Κατερινάκι ρε παιδιά!
    Ανέβηκε τσάκρα, άσ' τα.
    — Και τώρα μας το παίζει κυρία, κατάλαβα...

τσακρα! (από MXΣ, 29/04/10)

Σχετικά: περνάω σε άλλη σφαίρα, λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

To τσάκρα δεν είναι όρος του Ινδουισμού;

#2
Khan

Από αυτό το chakra βγαίνει η έκφραση;

#3
Jonas

Ενδιαφέρον. Λεβελιάζω μέσω του διαλογισμού δηλαδή.