Στον πάγο. Σε αναμονή. Όπως οι συσκευές όταν δεν τις απενεργοποιούμε εντελώς τελείως.

Λέγεται για ανθρώπους, καταστάσεις, συσκευές.

Από το αγγλικό standby με προφορά α λα ζάπι ή κοακόλα...

Υπερθετικός: είμαι οφ, είμαι οφλάιν.

- Τι έγινε με τη Ρούλα ρε ψηλέ; Καιρό έχετε να βρεθείτε, σ' έχει βάλει πρόγραμμα;
- Ναι το πουτανάκι, μ' έχει σταμπάι μία βδομάδα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

to stab sb = μαχαιρώνω τινά με τη χρήση sicar (λατ.=εγχειρίδιο) ==> τακτική πολύ διαδεδομένη κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε ο δολοφόνος (<sicarii<iscariot, εβρ. איש־קריות <Iσκαριώτης) περίμενε τη στιγμή που το θύμα θα αναμιγνυόταν σε κάποια οχλαγωγία/συνωστισμό, το προσέγγιζε και το ξεκοίλιαζε αθόρυβα, εξ επαφής.

#2
Επισκέπτης

Το σταμπάι χρησιμοποιείται πολύ στα γκαζάδικα, όταν ο γραμματικός βλέπει από το κουβούσι ότι το αμπάρι γεμίζει και φωνάζει σταμπάι στο ναύτη που βρίσκεται στη μπολβάλβ, στο μπομπρούμ ή στον υπεύθυνο της εγκατάστασης στην ξηρά.

#3
xalikoutis

Τρελό σχόλιο το αποπάνω... ... Stabby: characterized by a desire to stab something; angry or frustrated
ήταν ένας από τους 10 νεολογισμούς του μήνα Απρίλη για το λεξικό Merriam Webster.

#4
Galadriel

Στάμπι είναι τούτο, άλλο λήμμα :P