Μόριο της αργκό και διαλέκτων της ελληνικής, που προτάσσεται σε ρήμα: α το κάνουμε, α σου δείξω εγώ, α δε ξέρεις μή μιλάς. Προέρχεται είτε από το θα ή το να, είτε από τον σύνδεσμο αν.

Ειδικά για την περίπτωση των θα/να

Στην εδραίωση του α στον προφορικό λόγο (σπάνια να το αναγνωρίσει ή να το σεβαστεί κανείς σε κείμενο) συνέβαλε φαίνεται δραστικά η πολύ συχνή σημασιολογική ταύτιση των θα και να, ωστε ενδεχόμενη αμφισημία του (τί δηλώνεται, μέλλοντας χρόνος ή υποτακτική έγκλιση;) να αποκλείεται:

— Τί θα κάνουμε τελικά αγάπη μου; Θα πάμε το βράδυ επίσκεψη στους Πρηξοβιολάκηδες;
— Α πάμε, ξέρωγω;...

Αυτός είναι και ο λόγος που σηκώνει, απ' ότι καταλαβαίνω, να το θεωρούμε αυτούσιο μόριο, διαφορετικό από τα άλλα δύο, αλλά και ισότιμο μ' αυτά.

Παραπέρα, χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου η διάκριση μπορεί να κουβαλάει πληροφορία, οπότε το μπαλάκι πάει στα συμφραζόμενα. Για το θα:

— Άσ' τα, καήκαμε! Μπαγλάρωσαν τον Μήτσουλα χθές το βράδυ και τον είχαν στην ανάκριση μέχρι το πρωί.
— Μας έχει καρφώσει λές;
Στάνταρ...
— Πό πό... Και τώρα τί α κάνουμε;

Και για το να:

— Σοβαρά ρε ταλαίπωρε; Η Φώφη πηδήχτηκε με τον Φίφη;...
— Ναί φίλε μου, ναί. Κι' άς την κυνηγούσα επι μήνες. Τί α κάνουμε; Άμα ο άλλος έχει λεφτά πώς να του παραβγείς;...

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για απλό αλλόμορφο του θα ή του να, και για σαφήνεια θα μπορούσε κανείς να το γράφει με απόστροφο: .

Ετυμολογικό σχόλιο

Είναι ενδιαφέρον οτι ο τύπος α ενώνει τους τύπους θα και να, τη στιγμή που έχουν ήδη πολύ στενή ετυμολογική σχέση: σε τυπικά λεξικά βρίσκουμε οτι το μεν προέρχεται από το θέλω ίνα και το δε βέβαια από το ίνα (άσχετο, αλλά συγκρίνετε και με την ετυμολογία του δεικτικού μόριου νά). Είναι λοιπόν πιθανό η τάση αντικατάστασης των θα και να από τον τύπο α να επικρατήσει κάποτε γενικά, και να κλείσει έτσι ένας μακρύς ετυμολογικός κύκλος.

Από την άλλη, ένα τέτοιο σενάριο σκοντάφτει ίσως στην περίπτωση σύνταξης με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν: λέμε πιο εύκολα α πάω αντί για θα πάω, παρά α ανέβω αντί για θα ανέβω (όπου προτιμάμε την έκθλιψη, θ' ανέβω).

Ευτυχώς που δεν θα πεθάνουμε ποτέ βασικά, και έτσι θα δούμε τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον γι' αυτές τις λεξούλες, που όπου και α κοιτάξεις α τις δεις (τις γλυκές μου!...).

Σημείωση

Το ζήτημα αυτού του λήμματος –που είχα για μήνες στο πρόχειρο και το έφτιαχνα σιγά-σιγά (απομέσα προς τα έξω, που έλεγε κι' ο Γιάννης Νάστας για το στούντιό του μιά ζωή κι' ας έμενε όλο το ίδιο)– το έχει πιάσει πολύ όμορφα και ο εαυτομίσητος: παράλειψη των να και θα.

Παρόλα 'φτά (προσοχή στις απομιμήσεις!), είπα τελικά να τ' ανεβάσω κι' εγώ, μιά και το πιάνω κάπως διαφορετικά, κι' ελπίζω οτι αξίζει τον κόπο. Τα λήμματα άς διαβαστούν συμπληρωματικά.

Από το να/θα:

  • Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ [...] 'α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω... Κι ήβρα και πού 'α πάγω... 'Α πάγω στην Αραπιά και παράδες 'α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω. (από χιώτικη αφήγηση, εδώ)

  • Ναι ρε, δεν θά 'χω άλλη δουλειά α κάμω στην Ικαριά, α ψάχνω α βρω ιντερνετ.. ή θαρρείς πως έχω laptop k α το πάρω μαζί μου... (από φόρουμ)

Από το αν:

  • Χαρές δεν είδα στη ζωή / Μοίρα πολύ μεγάλες / κι α φύγω ήντα άλλαξε / σα δε μπατήξω κι άλλες ; (κρητική μαντινάδα, από εδώ)

  • Λίγο ακόμα και να πιαστούνε απ' τα μαλλιά, να μαδήσει η μιά την άλλη. Μα δέν πιαστήκανε. Τα φανάρια είχανε πιά σβήσει, και οι δρόμοι ήτανε σκοτεινοί και έρημοι· και δέν κτυπιέται κανείς ένεκα το φιλότιμο ά δεν είναι κι' άλλοι νοματαίοι μπροστά. (Π. Πικρός, «Σά θα γίνουμε άνθρωποι»)

  • Δέν μπορείς να κυριαρχείς άλλων α δέν κυριαρχήσεις πρώτα τον εαυτό σου. (Σ. Δούκας, «Εις εαυτόν», Φιλιππότης-Ερίννη 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

σωστούλης, αν κ άργησα να σε δω.

παρατήρηση για τα ρήματα από φωνήεν: όταν είναι να κάνεις κάτι σε τέτοια ρήματα:
1. το κόβεις εντελώς κ μένει μια υποψία μακρού α όταν αρχίζει από α καί το ρήμα: 'α-ανέβω κ τα πούμε από κοντά.
2. το κόβεις μπίτι: έρθω σε λίγο
3. κόβεις καί το σύμφωνο του μορίου καί το πρώτο φωνήεν του ρήματος: 'α 'ρχόμουνα και 'α σού 'λεγα, αλλά βαριέμαι.

Edited by MT
#2
vikar

Σωστός. Τα 1 και 3 συμβαίνουν κατακόρον, και εντάξει, το 2 τό 'χεις πιάσει στον ορισμό σου καλύτερα. Εδώ ειπα να περιοριστώ στη φάση που το μόριο δέν εξαφανίζεται εντελώς.

#3
Galadriel

Ως αντικατάσταση του ερωτηματικού «ε;» είναι άλλο λήμμα; Α;

#4
vikar

#5
betatzis

Ρε παιδιά, κι εγώ ψάχνω να εξαφανίσω κάπου το μόριο και δεν μου βρίσκεται τίποτα.... (καταστρέφω τη συζήτηση τώρα, σόρυ, αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ).

Το λήμμα και η συζήτηση πολύ καλή (προσπαθώ να τα μαζέψω τώρα). :- ).

Διπλό σπεκ για το παράδειγμα από βλιβλίο, κάτι που προσπαθώ και ΄γω να βρίσκω στα λήμματά μου.

#6
betatzis

Ξέχασα τον ορισμό, απλώς εκ παραδρομής, εννοείται άψογος και περιεκτικός.

#7
patsis

Εγώ πάλι ειλικρινά θέλω να μάθω πώς έκανε ο vikar τις αναζητήσεις του για παραδείγματα στο ίντερνετ ώστε να τα βρει χωρίς να χρειαστεί να το διαβάσει όλο (το ίντερνετ).

#8
Galadriel

...το διάβασε όλο και έφτασε ως το τέρμα...

Edited by MT
#9
ΑΟΥΓΚΑ

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ! Vikar, super ανάλυση-ορισμός, σούπερ και το λήμμα, 5 αστέρες και στα δύο!!!

#10
vikar

Το λήμμα σηκώνει συμπαθητικούλικες φωνολογικές παρατήρησεις, οι οποίες μου ξέφυγαν τελείως όταν το σήκωνα (νά που τελικά μπορεί να είναι και χρήσιμο να σκαρφιζόμαστε παραδείγματα και μόνοι μας). Θα τις κάνω τώρα, άν και βιαστικά.

Καταρχήν, όταν το α προέρχεται απο τα θα/να δέν τονίζεται, ενώ όταν προέρχεται απο το αν συνήθως τονίζεται: κι' ά πάω πού α πάω; («κι' άν πάω πού θα/να πάω;»)

Η άλλη παρατήρηση είναι μάλλον καμενιά, αλλα αφού λείπει ο τζίζας και δέν θα μου την πεί την καταθέτω χωρίς φόβο. Σε πείσμα του προηγούμενης παρατήρησης λοιπόν, υπάρχει περίπτωση ν' ακούσεις ά πάω που δέν θα σημαίνει «άν πάω»: είναι η περίπτωση που το ά προέρχεται απο το δέν θα: δέν θα πάω > έ 'α πάω > ά πάω.

Μάλιστα, όταν κανείς τα μασάει τόσο πολύ, θα προφέρει συχνότερα το τελευταίο αυτό τονισμένο άλφα ως δίφθογγο /εά/ ή και ως φθόγγο ανάμεσα σε /α/ και /ε/.

Άλλη συχνή παρόμοια περίπτωση, το π' ά της τέλειας σπαρίλας:

— Μωρόο μουου;...
— Έ.
— Βαρέθηκα μωλέε... Όλη μέρα μέσα, έχω πήηξειει...
— Άχα...
— Έελαα, σήκω να πάμε καμια βόολτααα...
Π' ά πάμ' μωρε, π' ά βρούμ' καλύτερα 'πο 'δώ;...

οπου πού να πάμε > πού 'α πάμε > π' ά πάμ' (κι' εδώ το π' ά συχνά ειναι μονοσύλλαβο: /πουά-πάμ/).

Edited by MT
#11
patsis

Σε δυο-τρεις παρέες στην πόλη μου είχε μείνει παροιμιώδης η αυθόρμητη απάντηση κάποιου από αυτούς:

- Πού πας ρε;
- Πα' α πάρω μηχανάκ' πάω σπίτ'.

Edited by MT
#12
badword

η μεγαλύτερη λέξη στο site ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ

#13
vikar

Αλιευμένο απ' τον κυρ-Σαράντ:

Ιφ, κι α δεν κάμεις ράι, ναρθείς
απόψε βράδυ στο στενό,
μα το Σταβρό, που προσκυνώ,
ταχιά δε θα ξημερωθείς,
και θα χαθώ, μα θα χαθείς.

Μ. Μαλακάσης, Ιφ, 1904

#14
donmhtsos

Πολὺ ἐνδιαφέρον λῆμμα (ὁρισμὸς, παραδείγματα, γλωσσικὲς παρατηρήσεις). Μιὰ μικρὴ προσθήκη: Ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄν καὶ ἀκολουθοῦν λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ κάποια σύμφωνα ὁ ἦχος τοῦ ν ἐνσωματώνεται σ' αὐτὰ ἀλλάζοντάς τα.

ἄν κάτσει: ἄ gάτσει

ἄν ποῦμε: ἄ bοῦμε

ἄν τύχει: ἄ dύχει