Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Σπεκ! Θα έλεγα Επιρρηματικό Κατηγορούμενο (Αντικειμένου) του Τρόπου.

#2
jesus

αυτός είσαι.

#3
johnblack

οχι ρε κηαν αφου ειναι ακλιτο

#4
HODJAS

Συναφής η έκφραση «μη μου γίνεσαι κάλτσα» ή «παλτό» ή «ταγάρι» κλπ, που σημαίνει μην κολλάς / κρεμιέσαι πάνω μου, μη γίνεσαι φορτικός (σπάζας).
Στην Πάτρα, υφίσταται τέτοια παμπάλαια έκφραση, απλοποιημένη ως «μη μου γίνεσαι» = μη μου τα σπάς.