Αυτός που επιδιώκει να μοστράρει την τσουτσούνα του και μεταφορικά ο αποσυνδεμένος από την ζοφερή πραγματικότητα, μονίμως προσευχόμενος και προσκολλημένος στον προφήτη Μαλαχία.

Προς αποφυγή μη εύηχων χαρακτηρισμών κρατήματος οργάνου (πεοκράτης, ορχεοκράτης), προτιμάται η εύλογος και με μέτρο χρήση (της λέξης, όχι της τσουτσούνας).

Στην παραλία του Ωρωπού, δυο φίλες:

- Φιλενάδα, ο Σαλίμ, ο Ινδός απέναντι, τη γύμνωσε την κόμπρα του...
- Είναι γνωστός τσουτσουνιστής χρυσό μου!

Προφήτης Μαλαχίας, μεγάλη η χάρη του! (από Khan, 27/05/10)

Βλέπε και τσουτσουνέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ωρωπιώτης

ευχαριστώ την συντακτική επιτροπή για τον εννοιολογικό εμπλουτισμό του όρου.

#2
Vrastaman

Σωστό τσουτσουνάμιο Ωρωπιώτης