Δηλώνει απαίτηση να σταματήσει ο παρλαπίπας ομιλών το παραλήρημα του και επιτέλους να το βουλώσει. Συνήθως λέγεται με τόνο ικεσίας ή υπέρμετρης βαρεμάρας, όταν εξαντληθεί η υπομονή του ακροατή. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου κάποιος χωρισμένος υστεριάζει και επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Ευρέως αποδεκτό και σε άλλους χρόνους και πρόσωπα.

  1. - Τι τον θέλαμε τον Αγγελόπουλο; Κούρασε...

  2. - Αμάν μωρή ψυχοβγάλτρα! Σε χώρισε, αποδέξου το! Κούρασες! Δέκα μέρες τα ίδια και τα ίδια λέμε!

  3. - Η γκόμενά σου κούρασε. Γλώσσα δεν έβαλε μέσα... Βαθύ λαρύγγι την είδε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Μπορούμε σε ένα αρχικό στάδιο να τον προειδοποιήσουμε ότι «αρχίδει και κουράδει».

#2
patsis