Τον πούλο: Πα να φύγουμε (στη παρέα) , ή φύγε από 'δω ( σε τσαμπουκά).
- Ωχ σηκώνουνε καρέκλες (σε μαγαζί)
- Αντε τον πούλο..
- Παρ' τον πούλο ρε παλιόπουστα, μη σε γαμήσω επαέ..
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Τον πούλο: Πα να φύγουμε (στη παρέα) , ή φύγε από 'δω ( σε τσαμπουκά).
- Ωχ σηκώνουνε καρέκλες (σε μαγαζί)
- Αντε τον πούλο..
- Παρ' τον πούλο ρε παλιόπουστα, μη σε γαμήσω επαέ..
Got a better definition? Add it!
1 comment
marursus
ή για να εκφράσεις την δυσαρέσκεια σου για κάτι
π.χ. άσε ρρ φίλε τον πουλο πήρα στο διαγώνισμα