Τον πούλο: Πα να φύγουμε (στη παρέα) , ή φύγε από 'δω ( σε τσαμπουκά).

- Ωχ σηκώνουνε καρέκλες (σε μαγαζί)
- Αντε τον πούλο..

- Παρ' τον πούλο ρε παλιόπουστα, μη σε γαμήσω επαέ..

Γιώργος Γεωργίου, στο 1:01. (από patsis, 22/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
marursus

ή για να εκφράσεις την δυσαρέσκεια σου για κάτι
π.χ. άσε ρρ φίλε τον πουλο πήρα στο διαγώνισμα