Παίρνω τον πούλο ή Παίρνω (το) μπούλο (για τη Βόρεια Ελλάδα) ή σκέτο: (το) Μπούλο: την κάνω, με διώχνουν ή διώχνω. Πάρε μπούλο: φεύγα, καν' την. Παράγωγο ρήμα: (τη) μπουλεύω, Αόριστος: (τη) μπούλεψα
- Χαχα! Τι έγινε ρε μαλάκα, σου έφαγε την γκόμενα ο Θανάσης ο χλιμίντζουρας; - Γαμώ το στανιό σου, πάρε μπούλο ΤΩΡΑ, μη σου γαμήσω!
- Εεμ, Γιώργο, με τον Θανάση δεν έπαιξε τίποτα, λάθος σ' τα είπανε. - Το μπούλο τώρα, μωρή χαμούρα! Μπούλο είπαμε, γαμώ τον αντίθεό σου!
- Και τι έγινε τελικά; Τον έδειρες το Θανάση; - Άσε, μόλις είδα τα μπράτσα του, τη μπούλεψα στο φτερό. Πόρτα στο Πρίβιλετζ, γάμα τα!