Η γκρίνια που ακούει το ένα από τα δύο μέρη μίας σχέσης (συνήθως το Άρρεν, ή ο ενεργητικός, αν δεν μιλάμε για ετεροφυλοφιλική σχέση) από το άλλο.

Η παντόφλα δεν είναι κάτι αρκετά σοβαρό για να καταλήξει σε ξύλο ή σε χωρισμό, αλλά όταν επαναλαμβάνεται γίνεται εκνευριστική και προκαλεί άγχος σε αυτόν που τη λαμβάνει.

Παιδιά πρέπει να σας αφήσω γιατί αν αργήσω κι άλλο να πάω σπίτι με περιμένει παντόφλα.

βλ. και Γκραν Γκρινιόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
betatzis

Δήμο, τα εν οίκω μη εν δήμω.

Καλως όρισες, ωραία λημματα - ορισμοί.

#2
Vrastaman

Μῆδος, το αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει στο σλανγκρρρ

#3
xalikoutis

βλ. και 38άρι

#4
Επισκέπτης

Γεια χαρά σε όλους σας, καλώς σας βρήκα.
Τι είναι «Μήδος»;

#5
perkins

Ενα Μεγάλο Μηδι Σαν Παντόφλα..

#6
GATZMAN

Μήδος. Αλλη προσφορά;

#7
Επισκέπτης

Όχι, μια χαρά είναι

#8
vikar

Ο ορισμός είναι λίγο λαθόσωστος... Εγώ θα έλεγα οτι παντόφλα σημαίνει στην κυριολεξία όντως «ξύλο» (οτι του την έχει στημένη η συμβία με την παντόφλα στο χέρι και θ' αρχίσει να τον βαράει με την παντόφλα ξερωγώ), απλά η τυπική χρήση είναι σχήμα υπερβολής.

Όπως ακριβώς κι εδώ:

Παιδιά πρέπει να σας αφήσω γιατί αν αργήσω κι άλλο να πάω σπίτι θα με σκοτώσει.

#9
dryhammer

Για να γίνει πιό διακριτό:

Άν ο δέρων είναι άντρας πέφτει νταγιάκι άν είναι γυναίκα δουλεύει (ή πέφτει) παντόφλα είτε κυριολεκτικά είτε ως σχήμα λόγου.