Αυτός που δεν έχει τσίπα, ο αναίσχυντος, ο άτιμος. Η λέξη προέρχεται από το Ατσιπόπουλο, προάστιο του Ρεθύμνου όπου κατοικούν πολλοί από τους σπουδαίους διανοούμενους καθηγητές του πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, το οποίο βρίσκεται επίσης εκεί κοντά.

- Ρε τον ατσιπόπουλο...
- Είδες; Μας τό 'παιζε διανόηση ο παλιοπαπάρας, κι από την άλλη έβαζε τους φοιτητές να του γράφουν τα άρθρα...
- Και τώρα;
- Σιγά μην τον κουνήσουν από τη θέση του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
alamo

Οι παλιότεροι, (πριχού θεμελιωθεί στο Ρέθεμνο πανεπιστήμιο) τους αποκαλούσαν «Ατσιποπουλιανούς γα(ι)δάρους», τους άνωθεν από το βιολί χαράκι γηγενείς.

#2
iron

δεν αναφέρεται το πού έγινε (ούτε σημαίνει ότι έγινε στην Κρήτη), αλλά ατσιπόπουλοι υπάρχουν παντού, βλ. εδώ.

#3
allivegp

Ίσως αξίζει να γίνει μια κολεκτίβα με τα ονόματα δηλωτικά κάποιας ιδιότητας ή γνωρίσματος, π.χ. Απιθανόπουλος, Σπασαρχίδης κ.α.
Πρώτος διδάξας βέβαια ήταν ο Όμηρος, που χρησιμοποίησε ονόματα όπως Αλκίνοος, Αντίνοος, Θαρσίτης κ.λπ.

#4
vikar

Κάπως τό 'χα πιάσει εδώ.

#5
allivegp

Στόοοος. Ευλόγησον.