(Κυπριακή διάλεκτος) Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα. (προφέρεται kilinjiros)
Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι
Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...
Got a better definition? Add it!
Published 2010-07-19 11:16:11+00:00 Last modified 2015-04-23 10:00:45+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments