Ασφαλές κρησφύγετο. Χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται, καταστρώνουν σχέδια και πιθανότατα φυλάνε τον εξοπλισμό τους μέλη εκτός νόμου οργάνωσης. 

Προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το Βουλγάρικο явка (javka) που σημαίνει «ασφαλές κρησφύγετο».

Τον ίδιο ορισμό και ετυμολογία δίνει και ο Μπαμπινιώτης οπότε η λέξη μάλλον aποφοίτησε πια από την σλανγκ.

Πάσα από Δημόσιο Πρόχειρο από beth.

- Εντοπίστηκε η κεντρική γιάφκα της 17Ν σε επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. στα Κάτω Πατήσια.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Να σου πω, εγώ και κάνας-δυο φίλοι γιάφκα λέμε κατ' ευφημισμόν μερικά μαγαζιά που έχουν έναν αέρα (ακίνδυνης) παρανομίας, κυρίως μικρά καταστήματα υπολογιστών όπου η αντιγραφή cd πάει σύννεφο. Και όπου πας είτε συστημένος είτε αποκτάς σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη του αφεντικού. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο μαγαζί που θυμάμαι στην Θεσσαλονίκη είναι μάλιστα σε όροφο.

#2
xalikoutis

fuck ya! στα ποδανά

#3
Vrastaman

Ο antifoot του γκαράζ!

#4
Khan

Βλ. το σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου: «Για την ετυμολογία, όλοι συμφωνούν ότι προέρχεται από τη ρωσική λέξη явка, που προφέρεται γιάφκα. Πιο αναλυτικό (και εδώ είναι αρετή) το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη, λέει ότι το ρωσικό javka σημαίνει «παρουσία, προσέλευση» και υπό το σοβιετικό καθεστώς απέκτησε τη σημασία «μυστική συνάντηση ατόμων που δεν γνωρίζονταν προηγουμένως», π.χ. δυο παρανόμων, και στη συνέχεια «παράνομο στέκι, κρησφύγετο».
Όπως μου είπε ο Ηλεφούφουτος, που βοήθησε καθοριστικά σε αυτό το σημείωμα, η λέξη явка (από ρίζα яв-) στα ρώσικα συνδέεται με το ρήμα явиться (γιαβίτ’σα), που σημαίνει «να εμφανιστώ», και πράγματι σημαίνει μεταξύ άλλων την παρουσία καθώς και την προσέλευση· για παράδειγμα, χρησιμοποιείται για την προσέλευση των εγγεγραμμένων σε εκλογές ή των μελών ενός συλλόγου σε μια εκδήλωση ή συνέλευση. Μια άλλη σημασία της λέξης, πεπαλαιωμένη σήμερα, είναι η δήλωση, η κοινοποίηση, το να καθιστάς κάτι εμφανές, άλλωστε από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις явный (γιάβνιj) «φανερός» και явно (γιάβνα) «εμφανώς».
Επομένως, στα σημερινά ρωσικά, явка είναι: 1. Η παρουσία, η εμφάνιση 2. Η προσέλευση κατόπιν κλήσεως 3. α) Το συνωμοτικό ραντεβού β) Η συνωμοτική συνάντηση, γ) Το μέρος όπου γίνεται αυτή η συνάντηση. Γουστόζικη ειρωνεία της ετυμολογίας, από την ίδια ρίζα να προέρχεται μια λέξη που σημαίνει «προφανής» και μια λέξη που σημαίνει «κρησφύγετο»!

#5
Khan

Και ως προς την τύχη της λέξης στα ελληνικά: «Η ρωσική λέξη явка, που σημαίνει «παρουσία» και «προσέλευση», απέκτησε στα ρωσικά, στα χρόνια πριν από την επανάσταση, τη σημασία «προσέλευση σε κανονισμένη συνάντηση παρανόμων», κατόπιν «συνάντηση παρανόμων» και μετά «παράνομο στέκι». Πέρασε στα ελληνικά, πιθανώς στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τα εκπαιδευμένα στην ΕΣΣΔ στελέχη του ΚΚΕ ή από τις επαφές με την Κομιντέρν. Στα ελληνικά ρίζωσε, εφόσον χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο από τους κομμουνιστές αλλά και, κατά κόρον, από τους αστυνομικούς μηχανισμούς, συνήθως με την έννοια του κρησφύγετου, που είναι και αυτή που επικράτησε».