Ασφαλές κρησφύγετο. Χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται, καταστρώνουν σχέδια και πιθανότατα φυλάνε τον εξοπλισμό τους μέλη εκτός νόμου οργάνωσης. 

Προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το Βουλγάρικο явка (javka) που σημαίνει «ασφαλές κρησφύγετο».

Τον ίδιο ορισμό και ετυμολογία δίνει και ο Μπαμπινιώτης οπότε η λέξη μάλλον aποφοίτησε πια από την σλανγκ.

Πάσα από Δημόσιο Πρόχειρο από beth.

- Εντοπίστηκε η κεντρική γιάφκα της 17Ν σε επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. στα Κάτω Πατήσια.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified