Γυναίκα που ηλικιακά ανήκει στην τάξη των υπερήλικων, παρόλ' αυτά εξακολουθεί να καλλωπίζεται σε υπερβολικά αηδιαστικό βαθμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομο αρσενικού γένους.

Συντομογραφία: Τουτάγχα.

- Είδες; Μόλις πέρασε μία τουταγχαμών.

(από Khan, 10/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Έξυπνο! Ο εραστής της είναι ο Τουταγαμών;

#2
ΠΡΩΤΕΥΣ

Ναι...Και ο μη έχων αυτοπεποίθηση με τις γυναίκες και που σκορπάει το χαρτζιλίκι είναι ο Πουτανγαμών.

Το Τουταγχαμών το έχω ακούσει απλά ως το «ραμολιμέντο», το «απολειφάδι» και όχι ως το στολισμένο και παρασυμοφορημένο απολειφάδι...Σπλέντιντ!