Γυναίκα που ηλικιακά ανήκει στην τάξη των υπερήλικων, παρόλ' αυτά εξακολουθεί να καλλωπίζεται σε υπερβολικά αηδιαστικό βαθμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομο αρσενικού γένους.

Συντομογραφία: Τουτάγχα.

- Είδες; Μόλις πέρασε μία τουταγχαμών.

(από Khan, 10/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified