Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
electron

Που 'σαι ρε μάνα να δεις το γιόκα σου, τι κείμενα γράφει, μετά από το εικοσάρι στην έκθεση στις πανελλήνιες!
(πρέπει να ετοιμάσω και τον λόγο μου, σε περίπτωση που πάρω το βραβείο Πούλιτζερ)

#2
Vrastaman

Να προσθέσω και τρίτη, Γερμανική έννοια: putzen είναι το καθάρισμα. Ως εκ τουτού putzslang αποκαλείται η «καθαρή από βωμολοχίες» σλανγκ και putzfrau η αντισλανγκομούνα λυσισλάνγκη.

ΥΓ Δεν ξέρω για Πούλιτσερ, αλλά ισως΄το Kavli Prize ;-)

#3
Khan

Επίσης, λέμε «έχεις πυγαίο χιούμορ» (= χιούμορ του κώλου)