Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Ο καταπιόνας είναι το μέλος του σώματος από το οποίο καταπίνουμε τις τροφές μας, κοινώς ο λαιμός. Αυτή η συνώνυμη λέξη χρησιμοποιείται για να δoθεί έμφαση και για εντυπωσιασμό.

  1. Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Έχει στεγνώσει ο καταπιόνας μου.

  2. Μην με προκαλείς! Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί με πονάει ο καταπιόνας μου!

Σχετικά: λαιμά, καρίτζαφλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
το Λιοντάρι

Η συγκεκριμένη λέξη επινοήθηκε κάποτε για να επιδείξει το λαίμαργο κι αχόρταγο άτομο που αντί για λαιμό χει... «καταπιόνα». Δηλαδή κάτι που τα καταπίνε, τα κατατρώειι όλα δίχως διάκριση.
ΥΓ άντε κι ένα συμπλήρωμα: πιστεύω ότι η όλη έννοια ξεκινάει από εκείνον τον αρχαίο μύθο περί Σκύλλας που κατάπινε τα πάντα. Όσοι γνωρίζοντες παραπάνω ας καταθέσουν, πλιτς.

#2
Khan

#3
το Λιοντάρι

Πού στην ευχή το βρήκες αυτό μεγάλε Χαν;
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη λέξη μού έφερε στο νου κάτι αχόρταγες γυναίκες που τρώνε τα πάντα και καταλήγουν να έχουν έναν τεράστιο κώλο.
Αλλά εντάξει, καλή και η δική σου υπόδειξις.
Αν και την απεχθάνομαι, μού θυμίζει κάτι πολύ γνωστό μου,
γυναίκες που κάνουνε τσιμπούκια αδιάκριτα στον καθένα.

Merhaba, γεια χαρά, μεγάλε Χαν :-)

#4
ΠΡΩΤΕΥΣ

Συμφωνώ και με τους 2! Κίσσεζ!