Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Άνδρας ο οποίος φασώνεται με διάφορες κοπέλες.
Ο Γιώργος έχει εξελιχθεί σε μεγάλο φασωτή. Κάθε βράδυ φασώνεται με άλλη!
Got a better definition? Add it!
Published 2010-08-28 11:53:53+00:00 Last modified 2010-08-28 12:08:04+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments