Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Άνδρας ο οποίος φασώνεται με διάφορες κοπέλες.

Ο Γιώργος έχει εξελιχθεί σε μεγάλο φασωτή. Κάθε βράδυ φασώνεται με άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified