Η γνώμη.

Χρησιμοποιείται από άρρωστους τεχνο-σλανγκάδες, κυρίως λινουξάκηδες. Προέρχεται από το περιβάλλον εργασίας gnome.

- Τι γκνόουμ έχεις για τη γκόμενα;
- Τρελό σώμα, αλλά από μάπα χάλι!

(από Vrastaman, 30/08/10)(από perkins, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι εύκολα, γρήγορα, αβίαστα, χωρίς πρόβλημα.

Παρέα κάθεται σε καφέ. Χτυπάει το τηλέφωνο:
- Που' στε ρε καυλιάρηδες;
- Κάτσαμε για καφέ στο στέκι. Μόλις παραγγείλαμε.
- Καλά ρε φίλος, το πάω μαρούλι και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα με θετική χροιά, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από κάγκουρες της Κρήτης, θέλοντας να πουν ότι κάποιος που σβολώνει αφήνει τον απέναντί του αποσβολωμένο, άφωνο.

(Ο Μύρωνας προβάρει το νέο καγκούρικο κουστούμι του στο καθρέφτη. Ο Μανώλης αναφωνεί:)
- Δικέ μου, μ' αυτό το κουστούμι σβολώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός τύπος άντρα ο οποίος μιλάει πολύ και με μεγάλα λόγια για το τι μπορεί να κάνει στο μέλλον και υπόσχεται τα πάντα, αλλά τελικά δε κάνει τίποτα. Μένει δηλαδή στο πρόλογο.

- Λοιπόν ο Μάρκος μου υποσχέθηκε ταξίδι στη Καραϊβική του χρόνου. Έχω ξετρελαθεί!
- Άσε ρε Μαράκι, λες κ δε ξέρεις ότι ο τύπος είναι πρόλογος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προς το IQ κάποιου ή κάποιας το οποίο αγγίζει δυσθεώρητα βάθη και πέφτει κάτω του μηδενός, με συνέπεια να αποκτά αρνητικό πρόσημο.

Χρησιμοποιείται και μόνο του σε συζητήσεις έμπειρων slang-άδων.

- Ρε φίλος, μου λεγε κάτι χαζά η γκόμενα και με κούφανε!
- Τι περιμένεις ρε μαν, η γκόμενα έχει αρνητικό πρόσημο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία κάποιος πουλάει μούρη χωρίς κανένα προσωπικό κόστος, ή ακόμα χειρότερα στην πλάτη κάποιου άλλου.

- Ο Κώστας πάλι πήρε τη μπέμπα του μπαμπά μπας και ρίξει κάνα γκομενάκι.
- Άσε ρε, αυτός κάνει τον πούστη με ξένο κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.

- Πού 'σαι ρε μαν, όλα καλά;
- Άσ 'τα να πάνε φίλε, είμαι σε αφασία εδώ και 3 μήνες. Δεν παίζει γκόμενα.
- Κατάλαβα... Κουράγιο!

Φάσες (Αγριοπερίστερα). Η έλλειψη τους συνιστά αφασία  (από GATZMAN, 28/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.

- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Άνδρας ο οποίος φασώνεται με διάφορες κοπέλες.

Ο Γιώργος έχει εξελιχθεί σε μεγάλο φασωτή. Κάθε βράδυ φασώνεται με άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified