Ρήμα με θετική χροιά, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από κάγκουρες της Κρήτης, θέλοντας να πουν ότι κάποιος που σβολώνει αφήνει τον απέναντί του αποσβολωμένο, άφωνο.

(Ο Μύρωνας προβάρει το νέο καγκούρικο κουστούμι του στο καθρέφτη. Ο Μανώλης αναφωνεί:)
- Δικέ μου, μ' αυτό το κουστούμι σβολώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified