Ελαφρύ χέρι ξύλο, κυρίως με σκοπό το συνετισμό.
Πέτρος: Η Ελευθερία πάλι σε κεράτωσε.
Παύλος: Μμμ,το θέλει το μπερντάκι της πάλι.
(Ο Πέτρος είναι ρουφ και ο Παύλος είναι συνειδητοποιημένος κερατάς)
Ελαφρύ χέρι ξύλο, κυρίως με σκοπό το συνετισμό.
Πέτρος: Η Ελευθερία πάλι σε κεράτωσε.
Παύλος: Μμμ,το θέλει το μπερντάκι της πάλι.
(Ο Πέτρος είναι ρουφ και ο Παύλος είναι συνειδητοποιημένος κερατάς)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
Vrastaman
Σωστός, αλλά υπάρχουν άλλοι 2 ορισμοί εδώ...
assosmalakos
Τα οδοντικά κάναν τη φωνολογική ζημιά.Στην αναζήτηση έβαλα «μπερτ»,ενώ τα υπάρχοντα είναι «μπερντ».Και πραγματικά απόρησα,λέω είναι δυνατόν να μην υπάρχει αυτό;Ας πάρει λοιπόν το δρόμο που του αξίζει...
iwn
θα συμφωνήσω πλήρως με τον ορισμό, ότι αφορά το «ψιλό χέρι» ξύλο.
Το «χοντρό χέρι» ειναι το σουλτάν μερεμέτι