Αυτός που είναι μονίμως σε κατάσταση αφασίας, ο στημπουτσατ' όλα, ο νιρβάνας, ο αφασίας. Πάντα στην καρακοσμάρα του και το χαίρεται. Κλίνεται όπως ο Δονάλδιος Δάκιος, αυτός ο Έλληνας.
Την έπεσε μόνος του καταπάνω στα μπατσόνια ο αφάσιος.
Αυτός που είναι μονίμως σε κατάσταση αφασίας, ο στημπουτσατ' όλα, ο νιρβάνας, ο αφασίας. Πάντα στην καρακοσμάρα του και το χαίρεται. Κλίνεται όπως ο Δονάλδιος Δάκιος, αυτός ο Έλληνας.
Την έπεσε μόνος του καταπάνω στα μπατσόνια ο αφάσιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
Galadriel
αχαχά λήμμα αχαχά μήδιιι (για δικέφαλα χταπόδια και τρίπρωκτους ελέφαντες ααααχαχ)