Αυτός που είναι μονίμως σε κατάσταση αφασίας, ο στημπουτσατ' όλα, ο νιρβάνας, ο αφασίας. Πάντα στην καρακοσμάρα του και το χαίρεται. Κλίνεται όπως ο Δονάλδιος Δάκιος, αυτός ο Έλληνας.
Την έπεσε μόνος του καταπάνω στα μπατσόνια ο αφάσιος.
Got a better definition? Add it!
Published 2010-09-16 06:05:17+00:00 Last modified 2010-09-16 07:17:14+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.