Αυτός που είναι μονίμως σε κατάσταση αφασίας, ο στημπουτσατ' όλα, ο νιρβάνας, ο αφασίας. Πάντα στην καρακοσμάρα του και το χαίρεται. Κλίνεται όπως ο Δονάλδιος Δάκιος, αυτός ο Έλληνας.

Την έπεσε μόνος του καταπάνω στα μπατσόνια ο αφάσιος.

(από jesus, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified