αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.

καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.

κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.

παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.

πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.

ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.

σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.

τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.

τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.

φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.

- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.

- Είναι όπως τον καπρινιόζο!

- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.

- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!

- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!

- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!

- Σούτος τράγος.

- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.

- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα

- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!

(από protnet, 25/09/10)Νήσος Κέρος. Εδώ δεν υπάρχουν Σούτοι (βλ. ορισμό) (από GATZMAN, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Σ(ι)ούτα έλεγαν οι αρβανίτες την αγελάδα χωρίς κέρατα αλλά και την γυναίκα με πολύ μικρά (έως καθόλου) βυζιά.

#2
Vrastaman

#3
allivegp

Σιούτης δεν ήταν ένας μπασκετμπολίστας του Πανιωνίου;

#4
dryhammer

Το ποκάρι ειναι λεξη που λέγεται κι αλλού με την ίδια σημασία και υπάρχει από το καιρό των Ο' «ο πόκος ο ένδροσος».
Το τσαγκός ειναι παρεφθαρμένος τύπος του ταγκός που σημαίνει το λάδι που όξειδώθηκε, τάγκισε (ή και τάγγισε) και καίει λίγο στο λαιμό, μυρίζει βαριά, και δέν κάνει ούτε για το καντήλι γιατί κι εκεί μυρίζει.