Ο φίκος κρητιστί. Μάλλον από το ιταλικό becco (=ράμφος) > η μύτη ενός αιχμηρού αντικειμένου, η μπίκα.

Ο όρος αυτός αφορά το σεχ και όχι τον άντρα, αντίθετα με τον όρο μπήκας -βλ. και σχόλια.

Ασίστ: nick

Κρήτη, 2010, μέγα συμβούλιο περί δια μπάτσελορ πάρτυ:
Α: - Πού θα το βοrτάρουμε το γαμπρουrάκι μας απόψε;*
Β: - Χανιά, Χανιά!
Γ: - Εκειά μόνο θα τονε 'γγίζει. Επά πέρα στο Ρέθυμνο θα ρίξει και κανα μπίκο...

*βλ. σχόλιό μου στο άρτζι μπούρτζι και ρουλάς

(Μ) πίκος απίκος εκ Φρουτοπίας (από GATZMAN, 03/10/10)

βλ. και μπίκας, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
perkins

κι απο το μπαίνω καλο μου ακούγεται. Γροίκα!

#2
iron

το ρώτησα, πήρα την απάντηση ότι γράφεται με -ι- (ο θεός ξέρει βέβαια) και ωσεκτουτού απέκλεισα το «μπαίνω», αλλά το δέχομαι αν αποκαλυφτεί ότι γράφεται μπήκος, αατα.

#3
GATZMAN

Και τίθεται το ερώτημα: Ο Τσαμπίκος είναι μπίκος, ή μπας κι είναι τσάμπα μπίκος;

#4
GATZMAN

Και το πήδημα: άλμα είς μπίκος.

#5
notheitis

Πίκος Απίκος; τι είπες τώρα;

#6
GATZMAN

Άρωμα άλλων εποχών, ε;

#7
dryhammer

Μια και ο Τσαμπίκος είναι Ροδίτης, όπου περι τα '70ς και εντεύθεν το είδος Greek Lover διέπρεψε, μήπως (λέω μήπως) είναι Τσα!!! -μπίκος