Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.
Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-01-02 12:02:52+00:00
didikong
2008-03-06 23:10:51+00:00
οι τρεις βαθμοί: καλτάκα, καρά καλτάκα, καρακαλτακάρα
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
didikong
οι τρεις βαθμοί: καλτάκα, καρά καλτάκα, καρακαλτακάρα