Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.

Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
didikong

οι τρεις βαθμοί: καλτάκα, καρά καλτάκα, καρακαλτακάρα