Η κοπελιά που αξίζει για π...τσο και συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα τακτικά.

- Μα είναι δυνατόν, τόσους μήνες η ΧΧΧΧ να είναι μόνη της;
- Άσε ρε φιλάρα, χάλασε ο κόσμος. - Και ξέρεις ε, αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν τρανή κρεβατογεμίστρα!
- Το φωνάζει ρε. Έχει κυβικά η γκόμενα.

Ζορμπάς: Όταν μια γυναίκα κοιμάται μόνη της, ντροπιάζει όλο το αντρικό φύλο (παράδειγμα, α γραμμή) (από GATZMAN, 22/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.

- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.

- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλ. χαΐστρια)

Ο κεφλής άνθρωπος, που δεν λέει όχι στην παρέα, ακολουθεί ή και κανονίζει διασκεδάσεις κι εξόδους.

– Μα καλά, η φίλη που μας έφερες φεύγει από τώρα;
– Μένει μακρυά, γι' αυτό.
– Άσ' τα αυτά, την έκοψα εγώ: μεγάλη χαΐστρια. (ειρων.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χώρισμα ανάμεσα στα βυζιά μιας γυναίκας, αλλά και η αρχή του χωρίσματος των κωλωμερίων γενικά, που είναι ορατή όταν σηκωνόμαστε, πάμε να κάτσουμε, γέρνουμε μπροστά κλπ.

Τράβα το μπλουζάκι σου, ο από πίσω εναπόθετει το βλέμμα του στη χαράδρα σου.

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Ιδρώνω διαρκώς και ασταμάτητα.

β) Είμαι στην τσίτα με μία κατάσταση και δεν μπορώ να ηρεμήσω με τίποτα.

α) Καλά δεν κλείνουν τα καλοριφέρ εδώ μέσα, έχω κατεβάσει τρελή παροχή.

β) Κάτσε τώρα γιατί έχω κατεβάσει παροχή, με τις μαλακίες του μπροστινού [οδηγού].

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ξεκάρφωτος, που δεν κολλάει στην κατάσταση.

Πολύ ξεΐγκλωτος αυτός που μας έφερε χθες ο Πέτρος: όλοι μιλάγαμε για το γνωστό θέμα κι αυτός κοίταζε απλά σα χάνος.

βλ. ίγκλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.

Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.

Got a better definition? Add it!

Published