Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό σακάτ που σημαίνει ανάπηρος και φυσιολογικά χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία για να εκφράσει μια φυσική σωματική αναπηρία.

Χρησιμοποιείται όμως μεταφορικά και γενικότερα, και εδώ αρχίζει το slang, προκειμένου να χαρακτηρίσει ευρύτερες αδυναμίες ή εξαρτήσεις ατόμων.

Λέγεται και σακατλίκι.

  1. - Ο Νώντας είναι αλκοολικός
    - Το ξέρω , είναι το σακατιλίκι του.

  2. - Καλά, δε μπορείς χωρίς να κυνηγάς συνέχεια γυναίκες;
    - Όχι, είναι το σακατιλίκι μου.

(από iwn, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Και παλαιικό συνώνυμο: αλκολίκι (< αγγλ. alcoholic) βλ. και συναφή έκφραση «σπάω το αλκολίκι μου» = ξεκαβλώνω / ξεχαρμανιάζω την εξάρτησή μου π.χ. «Ο κυρ-Γιώργης, μια ζωή χαρτόμουτρο κι αδέκαρος, έπαιζε καμιά πρέφα στο καφενείο για να σπάει το αλκολίκι του».

#2
GATZMAN

Μηδοκράτωρας