Όρος της γκαζιώτικης διαλέκτου, ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από περιστασιακούς θαμώνες, οι οποίοι κατά τα άλλα συχνάζουν σε άλλες περιοχές όπως Εξάρχεια-Ψυρρή ή έχουν κατά κανόνα άλλη κοινωνική θέση και συνήθειες διασκέδασης απ' ό,τι τα άτομα με τα οποία συνυπάρχουν όταν πάνε στο Γκάζι.

Ο όρος σημαίνει «αυτός που πάει σε high σκηνικά και μέρη» και φυσικά προέρχεται από την αγγλική λέξη «high» και χρησιμοποιείται γενικά για high μέρη και καταστάσεις (πχ: πάρτυ που πήγες απρόσκλητος και πέτυχες κάποιον διάσημο, πάρτυ σε κάποιο κλαμπ πολύ κυριλέ, κυριλέ μπαρ, κλπ).

ΠΡΟΣΟΧΗ: ο όρος δεν χρησιμοποιείται για (και από) «πλούσιους» ή άτομα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν εκ φύσεως εκεί, αλλά για άτομο «κοινό θνητό» (σαν όλους μας...), ο οποίος ψάχνει να βρει και να χωθεί περιστασιακά σε τέτοιες καταστάσεις...

Παρόμοιος ο όρος «χαΐλα», ο οποίος χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός.

  1. - Τι λέει αρχηγέ, πάμε καμιά βόλτα κέντρο;
    - Λοιπόν κανόνισε αγόρι μου... σήμερα ή Κολωνάκι ή Γκάζι... σήμερα είμαι χαΐστας... δεν έχω όρεξη για ζόφο...

  2. Καλά, μαλάκα, χτες το πάρτυ... πολύ χαΐλα... Πήγα εκεί με χαμηλές προσδοκίες, αλλά τελικά η φάση ήταν και γαμώ... Τεράστιο σπίτι, πισίνα, και ρε μαλάκα... η κόρη αυτουνού που έκανε το πάρτυ είχε αμάξι σαν του πατέρα μαυ και ήταν μόνο 18 ρε μαλάκα... και γαμώ!

Στο 1.10. (από Khan, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλ. χαΐστρια)

Ο κεφλής άνθρωπος, που δεν λέει όχι στην παρέα, ακολουθεί ή και κανονίζει διασκεδάσεις κι εξόδους.

– Μα καλά, η φίλη που μας έφερες φεύγει από τώρα;
– Μένει μακρυά, γι' αυτό.
– Άσ' τα αυτά, την έκοψα εγώ: μεγάλη χαΐστρια. (ειρων.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified