Τουρκική λέξη για το άσυλο, συσσίτιο απόρων, και γενικότερα ίδρυμα προστασίας αναξιοπαθούντων.

Μεταφορικά, σημαίνει μια κατάσταση όπου προσέρχονται διάφορα άτομα, ετερόκλιτα, προσκεκλημένοι ή μη, όπου τρων, πίνουν και γενικώς καταναλώνουν δωρεάν σε βάρος άλλων.

- Αμάν βρε γυναίκα, κάθε μέρα μαζεύεις όλη τη γειτονιά στο σπίτι, ιμαρέτ το κάναμε δω μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#2
poniroskylo

Περίφημο το Ιμαρέτ του Μωχάμαντ Άλι στην Καβάλα το οποίο έχει πλέον γίνει ξενοδοχείο πολυτελείας - http://www.imaret.gr/