1. Αρνούμαι πρόταση. Συνώνυμα: ρίχνω χυλόπιτα.

  2. Δεν πληρώνω λογαριασμό. Συνώνυμα: αφήνω πιστόλι.

  1. — Τι έγινε, την κατάφερες τη Μιμή τελικά;
    — Με πιστόλιασε άσχημα, μη μου το θυμίζεις. Εγώ φταίω που της πήγα και λουλούδια ο μαλάκας.

  2. Ο τύπος είναι χυδαίος τρακαδόρος μιλάμε. Σε δέκα μαγαζιά να πάει, στα έντεκα θ' αφήσει πιστόλι.

Παράγωγο: πιστόλιασμα. Δες ακόμη: βαράω κανόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
electron

αυτός που πιστολιάζει λέγεται πιστολέρο.

#2
HODJAS

Ίσως γι' αυτό λέγεται Αρχιπιστολέρο (Αρχιεπιστολέας) ο ναυαρχούκος διοικητής: Κάνει τράκα μέρες απ' τη ζωή μας...

#4
ba0513

«Πιστολέρο» όπως είπε και ο electron. Αυτός που ρίχνει πιστόλι αμέσως σε κάποια πρόταση λέγεται και «Λούκι Λουκ» ή «Το γρήγορο πιστόλι»! Πιστολιάζει πριν καν καλά καλά του προτείνεις οτιδήποτε.

#5
Galadriel

Και τα πιστόλια πάνω στο τραπέζι σε διαπραγμάτευση που το παίρνει το έτερο μέλος και στο βάζει στον κώλο να βάλουμε στον ορισμό.

#6
soulto

-Στη Βουλή χρωστάνε 49 πρώην και νυν βουλευτές-Στην εφορία προωθείται η λίστα http://bit.ly/2mFxI1x
-Πολύ καλά κάνουν, τι νόημα έχει να χτυπήσεις (άτοκο) δανειάκι αν δε το πιστολιάσεις, μαλάκας είσαι;

(ΕΔΩ)