Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχής κατάληξη ενός ραντεβού σε ένα πόδι νύχτα.

- Φίλε θυμάσαι εκείνο το μωράκι που 'χα βάλει στο μάτι;
- Για πε...
- Το πιστόλιασα χτες!
- Σσσωραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι κοροϊδευτικά κάποια πρόταση αλλά κατά βάθος την αγνοώ.

Συνώνυμα: Ρίχνω πιστόλι.

- Αντρέα θα έρθεις στο μπαράκι σήμερα; - Ναι ρε, πιστόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αρνούμαι πρόταση. Συνώνυμα: ρίχνω χυλόπιτα.

  2. Δεν πληρώνω λογαριασμό. Συνώνυμα: αφήνω πιστόλι.

  1. — Τι έγινε, την κατάφερες τη Μιμή τελικά;
    — Με πιστόλιασε άσχημα, μη μου το θυμίζεις. Εγώ φταίω που της πήγα και λουλούδια ο μαλάκας.

  2. Ο τύπος είναι χυδαίος τρακαδόρος μιλάμε. Σε δέκα μαγαζιά να πάει, στα έντεκα θ' αφήσει πιστόλι.

Παράγωγο: πιστόλιασμα. Δες ακόμη: βαράω κανόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified