Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ikariotosa!!!

hi!exw mia aporia...ti diafora exei t tsimpouki apo thn pipa?

#2
Επισκέπτης

Σιλικόνη μπαίνει στο στήθος, στα χείλια γίνονται ενέσεις κολαγόνου.

#3
vikar

Προς ικαριώτισσα: Όση διαφορά έχει και μιά γυναίκα απο μία άλλη. Να το πώ αλλιώς, το μέν τσιμπούκι συντάσσεται συνήθως με το κάνω, η δέ πίπα με το παίρνω.

#4
Επισκέπτης

Στο τσιμπούκι κρατιουνται και οι ορχεις ενω στην πιπα μόνο το πεος.

#5
Vrastaman

#6
jesus

lèvres à pipes, συντομευόμενο σε lap στα γαλλικά. για τα τεχνητά δεν το έχω ακούσει.