Δεν υπάρχει, δεν είναι ενδεχόμενο, δε συμμετέχει (για πρόσωπα).
- Έχεις τίποτα να πιούμε;
- Άσε, δεν παίζει πιώμα, τα ήπιαμε όλα στο πάρτυ.
- Θα είναι κι ο Μήτσος εκεί;
- Όχι, δεν παίζει να είναι ο Μήτσος, είναι στη δουλειά.
Δεν υπάρχει, δεν είναι ενδεχόμενο, δε συμμετέχει (για πρόσωπα).
- Έχεις τίποτα να πιούμε;
- Άσε, δεν παίζει πιώμα, τα ήπιαμε όλα στο πάρτυ.
- Θα είναι κι ο Μήτσος εκεί;
- Όχι, δεν παίζει να είναι ο Μήτσος, είναι στη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
2 comments
Khan
Δεν καταλαβαίνω την σκοπιμότητα της ανάρτησης. Είναι απλώς η άρνηση του παίζει. Μ' αυτήν την λογική θα μπορούσε να μπει και το δεν πηδάω, δεν κρεμάω κ.ο.κ. Δεν πρόκειται για κάτι παραπάνω από την άρνηση του παίζει, όπως λ.χ. το δεν υπάρχει που έπρεπε να μπει γιατί έχει άλλη σημασία από την απλή άρνηση του υπάρχει.
Φιλικά Κουμπλάι
Nakas
Ορθότατη παρατήρηση. Ωστόσο θεωρώ ότι η έκφραση δεν παίζει είναι λίγο διαφορετική, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνη της (π.χ.- Πάμε μπουζούκια; - Άσε, δεν παίζει.), ενώ το παίζει συνοδεύεται πάντα απο κάτι άλλο (π.χ. Δεν παίζει μία. Παίζει φαί;). Ως εκ τούτου (αν και ομολογώ οριακά) μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστός όρος.