Ανατριχιάζω, αόριστος μπιμπίκιασα ή και «μου σηκώθηκε το μπιμπίκι».

Οι συνήθεις αιτίες του μπιμπικιάσματος είναι κρύο, φόβος, τρόμος, ερωτικός ερεθισμός, ηδονή, συγκίνηση.

Και τότε, εκείνος ο Αθηναίος, μ' ακούμπησε ελαφρά και φευγαλέα στο πόδι. Τι να σε λέω για, μπιμπίκιασα ολόκληρη.

Βλ. και κοτοπουλιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

το λέμε και κυριολεκτικά (όταν γεμίζουμε σπυράκια)

γιατί θάψαΤε το λήμμαν ωρέ;