(ρημ. αορ. παθητικής φωνής)

Γκάνιαξα ή Εγκάνιασα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι μια κουραστική εργασία μας έκανε να διψάμε. Χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους ορεινών περιοχών. Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε πως κουραστήκαμε.

- Κουράστηκες; -Ναί, εγκάνιασα[ να τρέχω γύρω-γύρω....

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Άγης

Το συγκεκριμένο λήμμα είναι απο το δημόσιο πρόχειρο.

#2
Mr. Cadmus

Ρίξε μια ματιά κι εδώ.

#3
electron

εδώ στο αιγαίο το χρησιμοποιούμε πολύ με τον τύπο

γάνιασα, γάνιασες, γανιάσαμε

συνηθισμένη αττάκα μάνας που κουράστηκε να φωνάζει και να καταλέει στα παιδιά της
«γάνιασα πια μαζί σας»

#4
Galadriel

Και υπερθετικός γκαγκανιάζω.