(ρημ. αορ. παθητικής φωνής)
Γκάνιαξα ή Εγκάνιασα.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι μια κουραστική εργασία μας έκανε να διψάμε. Χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους ορεινών περιοχών. Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε πως κουραστήκαμε.
- Κουράστηκες; -Ναί, εγκάνιασα[ να τρέχω γύρω-γύρω....
4 comments
Άγης
Το συγκεκριμένο λήμμα είναι απο το δημόσιο πρόχειρο.
Mr. Cadmus
Ρίξε μια ματιά κι εδώ.
electron
εδώ στο αιγαίο το χρησιμοποιούμε πολύ με τον τύπο
γάνιασα, γάνιασες, γανιάσαμε
συνηθισμένη αττάκα μάνας που κουράστηκε να φωνάζει και να καταλέει στα παιδιά της
«γάνιασα πια μαζί σας»
Galadriel
Και υπερθετικός γκαγκανιάζω.