Ο φαλακρός που αφήνει μακρύ μαλλί και ενίοτε αλογοουρά γύρω από τη φαλάκρα. Από το «καράφλας» και το γιεγιές. Το μαλλί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καραφλάζ.

- Το αποφάσισα. Θα αφήσω πάλι αλογοουρά.
- Ποια αλογοουρά ρε παππού; Καραφλογιεγιές θα γίνεις με πέντε τρίχες στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#2
Khan

Και αφήνω καράφλα (το αναλυτικότερο) και μπουκλοκάραφλος

#3
godfatherfunk

in my point of view, ο καράφλας που αφήνει ότι μαλλί του έχει απομείνει γύρω-γύρω (τύπου Ρότσα) λέγεται ορθώς 'καραφλογιεγιές', ενώ αυτός που τα πιάνει -όσο ειναι αυτό δυνατό, αλογοουρά- (τύπου Π.Κοντογιαννίδη) λέγεται 'καραφλόμαγκας'!