Πρόκειται περί αντονομασίας (pronominatio) που προκύπτει από συγχώνευση (contaminatio) δύο αδόκιμων εκφράσεων.

Είναι ο ανεπιθύμητος σε αντροπαρέες («μπακουροπαρέες ξεγά(μ)νωτες»), ειδικά επειδή η παρουσία του ξενερώνει τις γυναίκες (το «γκομενοαπωθητικό»), ο απόβλητος, ο αποσυνάγωγος, ο κακο-Spin-ozaς, που παίρνει τον πούλο, «τον πουλόδρομο» γιατί είναι μπούλης («μαμαμπουκιάς», «μπάτερτσαϊλντ», «γαλακτοκομίας», «μυζητήρας», φλούφλης.

- Καλά ρε, είπαμε ότι θα βγούμε με τα απόλυτα κούκιζ, τη Φόνια και τη Σιόνα, και συ πήγες και φώναξες τους το μπούλη και Θανα-σάκο, τον χοντρούλη μικρό ιππότη του 1700 με το σπαθάκι στο πλευρό και τον καρδιοθραύστη-γυναικοκατακριτή, τον παπαδομπέμπη που φουμάρει θυμιατό;

(Παράφραση του Alberto Moravia)

Ο Αγάπιος Τομπούλης (Πόλη 1885 - Αθήνα 1965) έπαιζε ούτι στην αυλή του Πατισάχ (από HODJAS, 09/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ο λαός απαιτεί εξηγήσεις, δεν γκαταλάβαμε τπτ!

#2
jesus

μάλλον μπούλης είναι αυτός που γκλατσάρει το ζουχούνι ερπιμάνοντας την χαζάβιο.

#3
iron

το μπούλης όμως; εδώ σε θέλω τσίφτη!

#4
jesus

ε, νταξ. το μπούλης ζλαχώνει την μπουνάφτρα αφού παραφταρώσει το τσιλιμπιστίρι.

αποδεικνύεται επαγωγικά.

#5
Galadriel

Μαλδίβες.

#6
iron

ναι, αλλά καλεπώνει το ανάλιγο περμούτι, νο; εννοώ πως μπαλαδίζει το κενάτι σε επήκορο ντέφτι.

#7
HODJAS

Ο εικονιζόμενος δεξιοτέχνης ουτιέρης, όταν ήρθε στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή, έπαιξε σε πολίτικες-σμυρναίικες σαντουροβιολοκομπανίες, με Ρ. Εσκενάζη, Σ. Ζαγοραίο, Ρ. Αμπατζή, Α. Χρυσάφη, Γ. Παπασιδέρη, Γ. Ασίκη κτλ.

Το επώνυμό του πιθανότατα να ήταν άλλο, αφού ήταν αρμένικης καταγωγής και το Τομπούλης, που υιοθέτησε, να ήταν απλά προσωνύμιο, βλ. και πασίγνωστη στα ’50'ς ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» (Αχαρνών 77).

Στα τούρκικα tombul = ευτραφής, στρουμπουλός / στρουμπούλης, μτφ. λουκουμάς βλ. αντίστοιχο βρεταν. roly-poly = παχειά στρογγυλή πουτίγκα και μτφ. χοντρούλης / παιδοβούβαλο / σεκιουριτόπαιδο κ.α. βλ. και σχόλια σε λήμμα τόμπολα!

Μήδι αφιερωμένο σε μαύρο σπουργίτι, επειδή τα ρεμπέτικα εξηγούν πολλά για τη νεοελληνική αργκό.

#8
Aeraki stis Malvides

Λοιπόν, «έχουμε και λέμε»...
«κι ο λαός βοηθός»:

  1. Αντονομασία: Είδος μετωνυμίας, στην οποία ένα όνομα αντί να ειπωθεί ρητά αντικαθίσταται από μια ιδιότητα του προσώπου που το φέρει,
    π.χ. ο Βουλγαροκτόνος, ο Ναζωραίος (ή Παντοκράτορας ή Υιός του ανθρώπου), ο Σταγειρίτης (ή ο φιλόσοφος), ο πατέρας της ιστορίας, ο Άγιος (από ταινία), ο ψυχοπομπός, ο ανίκατος κλπ.

  2. Contaminatio:
    Συγχώνευση δύο ή περισσότερων λέξεων για τη (συνήθως χιουμοριστική) δημιουργία νεολογισμού, π.χ. καρδιοθράυστης, γυναικοκατακριτής, τιραμισουρεαλισμός (που θυμίζει το παλιότερο «τιτιβικυβισμός» για έργα τέχνης που είναι «τσίου»).
    Πληθώρα λημμάτων (π.χ. αγγουροξυπνημένος) και ψευδωνύμων (π.χ. ironick) του slang.gr αποτελούν contaminations (ελληνιστί: κοντά-μη-nation), έπρεπε να ειπωθεί μια μέρα, νο;

  3. ΜπακΙροπαρέα ξεγά(μ)νωτη (όχι μπακΟΥροπαρέα):
    Βλέπε μπακούρης
    και τενεκές ξεγάνωτος-
    έχει αναφερθεί εμμέσως.

  4. Γκομενοαπωθητικό:
    Από το εντομοαπωθητικό, αλλιώς και «φιδάκι» (κατά μία έννοια) ή «φιδάκης» .

  5. Απόβλητος, αποσυνάγωγος:
    (Δεν είναι αργκό) ο διωγμένος από κάποια ομάδα, λέσχη κλπ., ο περιφρονημένος ή εξόριστος, ο αποδιοπομπαίος, ο αποδιωγμένος, «το όστρακο».

  6. (Έχει) «κακό» ή «αρνητικό σπιν»:
    Έκφραση πρωτο-(και δευτερο-)δεσμιτών των έιτιζ και νάιντιζ για άτομα που δε γουστάρονται, που... «δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας».
    Spinoza, Baruch de (1632-1677): Ρασιοναλιστής φιλόσοφος («deus sive natura» (= «Θεός» ή αλλιώς «φύση»)) που εκδιώχθηκε και αφορίστηκε στα νιάτα του (1656) από την εβραϊκή κοινότητα της γενέτειράς του ('Αμστερνταμ).

  7. Μαμαμπουκιάς, μπάτερτσάιλντ (= βουτυρόπαιδο), μυζητήρας (= (Όχι μόνο αργκό) όργανο που βυζαίνει) κλπ.:
    βουτυρομπεμπές και σχετικά άλλα λήμματα.

  8. Κούκι(ζ) (cookie(s)):
    γκόμενα, η θέαση της οποίας επιφέρει μεγάλη επιβράβευση στον εγκέφαλο (και άλλα... κεφάλια).

  9. Παπαδομπέμπης:
    Μη απογαλακτισμένο, μη ξεψαρωμένο παπαδοπαίδι.

  10. Αλμπέρτο Μοράβια:
    http://www.greekbooks.gr/moravia-alberto.person

  11. Μαλβίδες, όχι Μαλδίβες, πρόκειται περί απλής συνωνυμίας (ομωνυμία, aequivocatio).

  12. Ο παρλαμέντος:
    Θέλει μικρό π (και λ στο παράδειγμα), διορθώστε το, το λήμμα θέλει βέβαια κάποια βελτίωση και καλύτερα παραδείγματα και μίντια, αλλά ισχύει, μην το βγάζετε...

  13. Άλλες απορίες (γλωσσικές, μεταφυσικές, αστρολογικές);
    Εδώ, στον παππού. (- Αντων-ομασία) (- contaminatio) (- λατινισμός) κλπ.

#9
iron

@χότζα, τι σπασίκλας ρε πστ, πα πα πααααα
@αεράκι κάτσε να μελετήσω και γω τότε, και θασπω

#10
iron

καλέ αεράκι, βρε ναι, ναι, ναι, όλ' αυτά τα ξέραμε ντε (εμ τι μας είχες δωχάμου) αλλά να, πάλι κάτι δεμπάει, κάπου το χάνω, τεσπα μέχρι να το βρω τράβα βάλε και κανα λημματάκι ακό μα με όλα αυτά τα καλούδια που έχεις εδώ μέσα, νομίζω ότι δεν τά χουμε, το κούκιζ, το σπιν, κουτουλού.

#11
HODJAS

Τίπετώρα; Ποιότητα ρε πστμ! I can sense a whole lotta puns coming up our way...
;-)

#12
electron

................

#13
electron

με το μπαρδόν, τι εστι puns;

#14
electron

το βρήκα νταξ
αλλα αν συνεχίσεται να μιλάτε εγγλεζικα εδώ μέσα εγώ θα φύγω...

#15
jesus

λογοπαίγνια.

εγώ δεν καταλαβαίνω πού είναι η διαφορά απ' το να γράψεις απλά ότι κάποια άτομα που είναι μπούληδες λέγονται μπούληδες κ καταλαβαίνουμε για ποιους μιλάμε, όπως γίνεται κ με το «χοντρός», το «μαλάκας» κ όλα τα επίθετα, χωρίς όλες τις φιοριτούρες. κάπου αλλού κάναμε τη συζήτηση αυτή πρόσφατα...

θα μου πεις, βέβαια, ότι όπως το γράφεις η διαφορά είναι ότι μπαίνει κ το άρθρο μπροστά κ το όλο σύμφυρμα γίνεται άκλιτο, αλλά αυτό στον ορισμό δεν το έγραψες πουθενά, αν κ είναι μάλλον το μόνο άξιο αναφοράς (προσωπικά μου φαίνεται αντιαισθητικό κ θα αμφισβητούσα ότι λέγεται, αλλά άλλο κάρο με πατάτες αυτό).

#16
iron

εγώ έχω κολλήσει στο «το» μπούλης, απλά. Μήπως είναι ο Τομπούλης, όπως λέει ο χότζ;

#17
iron

(το αεράκι θα γίνει θύελλα μου φαίνεται)

#18
Aeraki stis Malvides

Πρόκειται περί... (προφανώς ελλειπτικού) λογοπαιγνίου.
Εννοείται το εξής:
«Αν μας φέρεις σήμερα που θα βγούμε με τις γκόμενες τον »μπούλη« ΧΨΖ που παίρνει »τον ασφαλτοστρωμένο πουλόδρομο« (= μονίμως τον πούλο) απ' τις γυναίκες, θα τον πάρουμε κι εμείς (από αυτές)!» ή κάτι τέτοιο...
δηλαδή η μπηχτή για τον «ΧΨΖ» είναι τουλάχιστον διπλή:
είναι μπούλης + παίρνει τον πούλο (και απ' τις γυναίκες και (γι' αυτό το λόγο να τον πάρει κι) από μας εδώ (την παρέα)).

#19
iron

άρα κάτι σαν τομπούλογλου. αν είναι έτσι να μπει ως «τομπούλης»; ιτ μέιξ μορ σενς, νο;

#20
Aeraki stis Malvides

Πασούλες με πασαπόρτια, αν θέλει κανείς...
1. Για τα δυο κεφάλια («υδροκέφαλου» ΕΛΠΑ): «εγκέφαλος και εγκέλαδος».
2. Όταν δε χωνεύουμε κάποιον: «κακοσπινάτος» (ελληνιστί: «κακοσπανάκιας»).

#21
Aeraki stis Malvides

Δε λέω όχι, το αφήνω στα έμπυρα (ομωνινία) χέρια των αναρχοαυτόνομων μολότοφ της σαϊτας (του σάιτ)-
θα μπορούσε όμως να μπει και με σκέτη βενζινό-κολλα από κάτω (μεταλαμπαδεύοντας τη γνώση με βραδυφλεγές πυρ-αγωγό σκρολάρισμα).

#22
Aeraki stis Malvides

Το τελευταίο δω πάνω πήγαινε στην Ηρώ-Νίκη, το προτελευταίο σε όλους ως ανοιχτές ασίστ.
Το λήμμα για τις διορθώσεις είναι το:
Παρλαμέντος

#23
Khan

Θα ήμουνα κι εγώ υπέρ του τομπούλης, ιδίως αν ισχύει αυτό που λέει ο Χότζας.