Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Από αντίστοιχες εκφράσεις στα Αγγλικά (ask Wiki), Γερμανικά (frag Wiki), Κελοιπά (klp. Wiki):

  1. Παρότρυνση προς συνομιλητή να ψάξει αυτό που ρωτάει στη Wikipedia (Βίκυ+παιδιά).

  2. Γείωση και ξεφόρτωμα - you talkin' to me; - κάποιου που θέτει βαρετή ή ενοχλητική ερώτηση που απασχολεί μόνο εκείνον - Houston, he has a problem.

- Να σου πω βρε Άρη Παπ, ισχύει αυτό που λέει η καινούργια σλανγκογραμματική που αγόρασα ότι το λήμμα «τιτιβικυβισμός» είναι περίπτωση contaminatio;
- Μη σε πάρω στ' αρχίδια μου, ρώτα τη Βίκυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται περί αντονομασίας (pronominatio) που προκύπτει από συγχώνευση (contaminatio) δύο αδόκιμων εκφράσεων.

Είναι ο ανεπιθύμητος σε αντροπαρέες («μπακουροπαρέες ξεγά(μ)νωτες»), ειδικά επειδή η παρουσία του ξενερώνει τις γυναίκες (το «γκομενοαπωθητικό»), ο απόβλητος, ο αποσυνάγωγος, ο κακο-Spin-ozaς, που παίρνει τον πούλο, «τον πουλόδρομο» γιατί είναι μπούλης («μαμαμπουκιάς», «μπάτερτσαϊλντ», «γαλακτοκομίας», «μυζητήρας», φλούφλης.

- Καλά ρε, είπαμε ότι θα βγούμε με τα απόλυτα κούκιζ, τη Φόνια και τη Σιόνα, και συ πήγες και φώναξες τους το μπούλη και Θανα-σάκο, τον χοντρούλη μικρό ιππότη του 1700 με το σπαθάκι στο πλευρό και τον καρδιοθραύστη-γυναικοκατακριτή, τον παπαδομπέμπη που φουμάρει θυμιατό;

(Παράφραση του Alberto Moravia)

Ο Αγάπιος Τομπούλης (Πόλη 1885 - Αθήνα 1965) έπαιζε ούτι στην αυλή του Πατισάχ (από HODJAS, 09/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified