Πρόκειται περί αντονομασίας (pronominatio) που προκύπτει από συγχώνευση (contaminatio) δύο αδόκιμων εκφράσεων.

Είναι ο ανεπιθύμητος σε αντροπαρέες («μπακουροπαρέες ξεγά(μ)νωτες»), ειδικά επειδή η παρουσία του ξενερώνει τις γυναίκες (το «γκομενοαπωθητικό»), ο απόβλητος, ο αποσυνάγωγος, ο κακο-Spin-ozaς, που παίρνει τον πούλο, «τον πουλόδρομο» γιατί είναι μπούλης («μαμαμπουκιάς», «μπάτερτσαϊλντ», «γαλακτοκομίας», «μυζητήρας», φλούφλης.

- Καλά ρε, είπαμε ότι θα βγούμε με τα απόλυτα κούκιζ, τη Φόνια και τη Σιόνα, και συ πήγες και φώναξες τους το μπούλη και Θανα-σάκο, τον χοντρούλη μικρό ιππότη του 1700 με το σπαθάκι στο πλευρό και τον καρδιοθραύστη-γυναικοκατακριτή, τον παπαδομπέμπη που φουμάρει θυμιατό;

(Παράφραση του Alberto Moravia)

Ο Αγάπιος Τομπούλης (Πόλη 1885 - Αθήνα 1965) έπαιζε ούτι στην αυλή του Πατισάχ (από HODJAS, 09/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified